Ήταν καλοκαίρι, γύρω στο ’95, τότε που ο χρόνος κυλούσε πιο αργά, σαν να είχε συμφωνήσει με τον ήλιο και τη γη να κρατούν τα πράγματα όπως ήταν. Στη Λαγκάδα, ένα μικρό χωριό 25 χιλιόμετρα απ’ τη Σητεία, όλα φάνταζαν σταθερά, ριζωμένα όπως οι ελιές στους ξερούς λόφους. Εκεί ζούσαν ο παππούς και η γιαγιά, άνθρωποι λιτοί, βαθιά δεμένοι με τον τόπο και τη ρουτίνα τους. Εμείς οι υπόλοιποι, μέναμε στην Αθήνα και κατεβαίναμε κάθε καλοκαίρι και στις διακοπές του σχολείου Χριστούγεννα και Πάσχα, λίγο για να ξεφύγουμε, λίγο για να θυμηθούμε ποιοι είμαστε.
Εκείνο το καλοκαίρι πήγαμε μαζί με τον θείο μου, νωρίτερα απ’ τους άλλους. Θυμάμαι πως ο ήλιος έκαιγε αλύπητα και τα τζιτζίκια είχαν στήσει το δικό τους ανελέητο πανηγύρι πάνω από τα αμπέλια. Ο θείος ήθελε να μου δείξει μια μικρή σπηλιά λίγο έξω απ’ το χωριό, προς το παλιό μονοπάτι που οδηγούσε στο ρέμα. Μου είχε πει πως παλιά τα παιδιά του χωριού κρύβονταν εκεί για παιχνίδια ή για να βρουν λίγη δροσιά. Κι εκεί, μες στο ημίφως και τη σκόνη, τον είδαμε.
Ένα μικροσκοπικό γατί, μουσταρδί, με λεπτές άσπρες ρίγες σαν ξέθωρες κλωστές πάνω στο τρίχωμά του. Ήταν κουλουριασμένο βαθιά μέσα στη σπηλιά, τα μάτια του γεμάτα τρόμο. Ή μάλλον… το μάτι του. Το άλλο, ένα θλιμμένο κενό, κλεισμένο και πληγωμένο, σαν κάποιος ή κάτι να του το είχε στερήσει. Ίσως αγρίμια, ίσως ανθρώπινο χέρι – κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά. Κάθισα σιωπηλή, ενώ ο θείος ψιθύρισε:
- Θα τον πούμε Πολύφημο.
- Επειδή έχει ένα μάτι; ρώτησα.
- Ναι, και γιατί είναι μικρός αλλά φαίνεται σκληραγωγημένος σαν Κύκλωπας.
Στην αρχή, δεν μας πλησίαζε. Καθόμασταν έξω απ’ τη σπηλιά με λίγη γατοτροφή και νερό, μιλώντας του απαλά. Εκείνος στεκόταν ακίνητος, σαν να περίμενε το χειρότερο. Κάθε μέρα πηγαίναμε, κάθε μέρα το πιατάκι πλησίαζε λίγο περισσότερο προς το άνοιγμα. Κι ένα απόγευμα, καθώς καθόμασταν σιωπηλοί, βγήκε.
Έκανε δύο βήματα, μετά τρία, και τελικά ήρθε στο φως. Έτρωγε γρήγορα, νευρικά, κοιτώντας συνεχώς τριγύρω. Ήταν λιπόσαρκος, γεμάτος γρατζουνιές, αλλά στα μάτια του –εκείνο το ένα του μάτι– υπήρχε μια σπίθα. Όχι κακία. Επιβίωση.
Τον πήραμε πίσω στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Τον καθαρίσαμε, του φτιάξαμε ένα κουτί έξω απ’ το κατώφλι, του βάλαμε νερό και φαΐ. Ο παππούς, βαρύς από χρόνια στην καρέκλα του, σήκωσε το βλέμμα, τον κοίταξε και είπε:
- Αυτός θα φυλάει το σπίτι μας, όσο λείπετε.
Και το έκανε. Από την πρώτη κιόλας μέρα, ο Πολύφημος άρχισε να στέκεται έξω από την πόρτα. Δεν έμπαινε μέσα, ποτέ δεν τόλμησε. Όμως όπου κι αν πήγαινε η γιαγιά – στο περιβόλι, στο πηγάδι, ακόμα και μέχρι την εκκλησία της Αγίας Τριάδας – εκείνος από πίσω. Όχι χαδιάρης, όχι ζητιάνος. Αλλά σαν φρουρός ή σαν φίλος.
Ήρθε ο χειμώνας εκείνου του χρόνου, όχι τόσο σκληρός όσο στα βουνά, αλλά αρκετά ψυχρός για τη Λαγκάδα. Τα πρωινά ήταν γεμάτα ομίχλη και η υγρασία τρύπωνε μέσα στα κόκαλα. Η γιαγιά άναβε κάθε βράδυ το μαγκάλι, εκείνο το μικρό μεταλλικό μαγκάλι που έφερνε ζέστη στο σαλόνι και μια αχνή μυρωδιά από κάρβουνα.
Ο Πολύφημος, παρόλο που ζούσε πια κοντά μας, ποτέ δεν τολμούσε να μπει μέσα στο σπίτι. Κάθε βράδυ κουλουριαζόταν στην παλιά κουρελού, δίπλα στην εξώπορτα, στην μικρή εσοχή κάτω από τη σκάλα. Έμοιαζε με φάντασμα που προσπαθούσε να κρατήσει την αξιοπρέπειά του, να μην γίνει βάρος ή να δείξει αδυναμία.
Μια νύχτα, ο παππούς έκανε κάτι που κανείς δεν περίμενε. Άπλωσε το μπαστούνι του και άνοιξε την πόρτα. Αργά, με προσοχή κοίταξε τον γάτο. Ο Πολύφημος πρόβαλε το κεφαλάκι του, κοιτάζοντας με ένα μείγμα φόβου και ελπίδας. Ήταν σαν να περίμενε αυτή τη στιγμή, αλλά δεν ήθελε να την πάρει μόνος του.
Ο παππούς, με τα γερασμένα του χέρια, έδειξε στον Πολύφημο τον δρόμο προς το μαγκάλι. Εκείνος, με αξιοπρέπεια που μόνο τα ζώα έχουν όταν εμπιστεύονται, πέρασε μέσα, κάθισε ακριβώς δίπλα στην πηγή της ζέστης και σιγά σιγά, νιώθοντας την αναπνοή του παππού και της γιαγιάς γύρω του, έκλεισε τα μάτια του. Εκείνο το βράδυ, ο Πολύφημος κοιμήθηκε μέσα στο σπίτι για πρώτη φορά. Κι ο παππούς, με ένα αχνό χαμόγελο, φάνηκε να βρίσκει λίγη γαλήνη.
Ένα άλλο πρωινό που ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να λούζει με χρυσάφι τα λιόδεντρα, ακούστηκε ένας θόρυβος παράξενος και άγριος, σαν να παλεύουνε γάτες μεταξύ τους, αλλά πολύ πιο έντονος και απειλητικός. Οι γείτονες από τα διπλανά σπίτια βγήκαν στις αυλές τους ψάχνοντας την πηγή του κακού. Και τότε τον είδαν.
Ο Πολύφημος, με τη στάση του υπερασπιστή, είχε στηλώσει τα πόδια του και ήταν έτοιμος για μάχη. Αντίπαλός του ένα τεράστιο φίδι, πάνω από δυόμισι μέτρα, το οποίο είχε υψωθεί και φαινόταν να προσπαθεί να περάσει προς το σπίτι της κουμπάρας μας, που βρισκόταν απέναντι από το δικό μας. Ο γάτος δεν κουνιόταν ούτε βήμα, κοιτώντας το φίδι κατάματα, σαν να έλεγε: «Δεν περνάς». Ο θόρυβος μεγάλωνε, η ένταση ήταν διάχυτη στον αέρα. Οι γείτονες έτρεξαν έξω, είδαν τον κίνδυνο και με προσοχή, σκότωσαν το φίδι. Μόλις το φίδι απομακρύνθηκε, ο Πολύφημος κατέβηκε από τη θέση του, σήκωσε το κεφάλι περήφανα και συνέχισε τη βόλτα του στη γειτονιά ανακηρυγμένος πια ήρωας στα μάτια όλων.
Από εκείνη τη μέρα, κανείς δεν αμφέβαλλε πως ο Πολύφημος ήταν κάτι περισσότερο από ένας απλός γάτος. Ήταν φύλακας, προστάτης, και σύμβολο θάρρους.
Τα χρόνια κύλησαν και ο παππούς, κοντά τότε στα 95, νικημένος από την ηλικία του, χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο και ο Πολύφημος έμεινε πίσω, στο χωριό, να τον περιμένει με μάτια γεμάτα αγωνία και λύπη. Ήταν σα να ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Εγώ, τότε σπουδάζοντας στην Αθήνα, κατέβηκα στην Κρήτη για να είμαι κοντά στη μητέρα μου και κοντά στον παππού. Ο παππούς επέστρεψε σπίτι για τον ύστατο αποχαιρετισμό όπως συνηθίζεται στα χωριά.
Τη μέρα της κηδείας όλο το χωριό είχε συγκεντρωθεί στην εκκλησία. Και εκεί, στο πλήθος, ανάμεσα στους ανθρώπους που θρηνούσαν, ξεχώριζε ένα κανελί γατί. Ο Πολύφημος. Και δεν ήταν απλώς εκεί. Ακολουθούσε απαρηγόρητος την πομπή, αργά, με σεβασμό και θλίψη. Ήταν σαν να ήθελε να πει το τελευταίο αντίο στον άνθρωπο που είχε ανοίξει το σπίτι του για να μπει, τον άνθρωπο που τον είχε κάνει να νιώσει ασφαλής και αγαπητός. Ο κόσμος παρακολουθούσε σιωπηλός. Κανείς δεν μιλούσε για το γάτο, αλλά όλοι τον ένιωθαν μέσα τους σαν να ήταν μια ψυχή της οικογένειας που συμμετείχε στη λύπη τους.
Από τη μέρα που ο παππούς έφυγε, ο Πολύφημος δεν ήταν πλέον απλώς ένα πλάσμα που ζούσε κοντά στο σπίτι μας. Ήταν σύντροφος και φρουρός. Τώρα πια, περνούσε το κατώφλι του σπιτιού χωρίς φόβο. Καθόταν διακριτικά πάντα στο πλάι της καρέκλας του παππού, σαν να κρατούσε τη θέση του ζεστή, σαν να του έλεγε: «Εγώ είμαι εδώ τώρα». Δεν ανέβαινε ποτέ πάνω στα έπιπλα, δεν έκανε φασαρία, απλώς παρακολουθούσε. Τη γιαγιά, το σπίτι, τον χρόνο.
Όταν η γιαγιά τον φώναζε και δεν τον έβρισκε, εκείνος πήγαινε και της τραβούσε το κορδονάκι της ποδιάς, ένα πείραγμα παιχνιδιάρικο που της έβγαζε το πιο αγνό, ειλικρινές της γέλιο. «Αχ βρε Πολύφημε!» έλεγε, κι εκείνος καθόταν λίγο πιο πέρα, σαν να χαμογελούσε.
Μια μέρα, η γιαγιά τον είδε να κάθεται στην άκρη της εσοχής κάτω από τη σκάλα, εκεί που ήταν η κουρελού του. Δεν ήταν μόνος. Μπροστά του, σερβιρισμένο στο πιατάκι, έτρωγε μια γατούλα, μικρόσωμη, ντροπαλή αλλά ήρεμη. Ο Πολύφημος καθόταν λίγο πιο πίσω, με ευγένεια, σχεδόν με καμάρι. Δεν άγγιζε το φαγητό. Είχε φέρει το ταίρι του στο σπίτι του.
Από τότε, η γιαγιά έβαζε πάντα περισσότερο φαγητό στο πιατάκι του κι ο Πολύφημος – γάτος πια ώριμος – άρχισε να μοιράζεται τη ζωή του όχι μόνο με εμάς, αλλά και με την καινούργια του οικογένεια.
Τα χρόνια κύλησαν κι ο Πολύφημος γέρασε. Η περήφανη περπατησιά του έγινε πιο αργή. Η όρασή του, ήδη περιορισμένη από τον έναν του οφθαλμό, χειροτέρευε. Κάποιες μέρες, όταν σηκωνόταν από το κουρελάκι του, παραπατούσε. Τα αυτιά του δεν αντιδρούσαν τόσο γρήγορα στους ήχους. Κι όμως, κάθε μέρα, συνέχιζε να κάθεται δίπλα στη γιαγιά, να την ακολουθεί με τον δικό του σιωπηλό τρόπο. Ποτέ δεν ζητούσε τίποτα, απλώς ήταν εκεί. Παρών.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, λίγο πριν σουρουπώσει, τον είδαμε να ανεβαίνει αργά την ανηφόρα. Έσπρωξε την ξύλινη πόρτα με το κεφαλάκι του, μπήκε μέσα. Δεν γύρεψε φαγητό ούτε χάδι. Προχώρησε με αργά, βαριά βήματα μέχρι την καρέκλα του παππού. Εκεί, κοντοστάθηκε. Κοίταξε τη γιαγιά. Κάτι σαν νιάου βγήκε απ’ το στόμα του, μα περισσότερο έμοιαζε με ανάσα. Ύστερα γύρισε, βγήκε πάλι έξω στην εσοχή, στο παλιό του κουρελάκι. Κούρνιασε, έκλεισε τα μάτια του και... δεν ξύπνησε ποτέ ξανά. Ήταν ένας ύπνος χωρίς πόνο. Ένας αποχαιρετισμός χωρίς φασαρία. Ένα τέλος γεμάτο παρουσία.
Ο θείος μου, εκείνος που τον είχε πρωτοβρεί με το χτυπημένο ματάκι στη σπηλιά, τον πήρε τρυφερά στην αγκαλιά του. Σ’ ένα μικρό κομμάτι από του χωραφιού μας ανοίχτηκε ένας λάκκος, και δίπλα του φυτέψαμε λουλουδάκια. Ήταν το μνήμα ενός φίλου, όχι ενός ζώου. Ήταν η κατοικία εκείνου που μας είχε αγαπήσει χωρίς λόγια.
Μα η ιστορία δεν τελείωσε εκεί. Δεν πέρασαν πολλές μέρες, και μια γατούλα άρχισε να εμφανίζεται κοντά στο σπίτι. Κι από πίσω της, τρία μικρά κανελί γατάκια με άσπρες ρίγες.Ίδιο βλέμμα, ίδιο περπάτημα, ίδιο πείσμα. Έπαιζαν με τα φύλλα, αλλά πάντα πρόσεχαν τι γίνεται στον δρόμο. Κάθονταν στην άκρη και παρατηρούσαν, ακριβώς όπως έκανε ο Πολύφημος. Κι όλοι μας καταλάβαμε. Η ζωή συνεχίζεται. Όχι ίδια, αλλά με το αποτύπωμα εκείνου που πέρασε και φρόντισε.
Τα μικρά του Πολύφημου είχαν έρθει για να συνεχίσουν. Και τώρα, όταν τα καλοκαίρια ξαναγυρνάμε στη Λαγκάδα, πάντα περνάμε απ’ το χωράφι. Τα λουλούδια ανθίζουν. Κι ανάμεσά τους, συχνά βλέπεις κάποιο κανελί γατί να κουρνιάζει σιωπηλά. Σαν να προσέχει. Σαν να περιμένει.
Όπως ακριβώς έκανε κι εκείνος. Ο Πολύφημος. Ο γάτος με το ένα μάτι, την αξιοπρέπεια, τη σιωπηλή αγάπη και τη γενναιότητα που θα έμενε για πάντα στις καρδιές μας.
Σταυρούλα Δεκούλου
Ειδική γραμματέας Ε.Ε.Λ.