Κάθε που κουράζεται η ψυχή από τα τόσα της ζωής ταξίδια, αρχίζει η ποίηση κι αναβλύζει απ' τα εσώτερά μας και οι στίχοι πλέκουν ένα δίχτυ ασφαλείας να μας σώσει από το βάραθρο του χάους κάθε που πηδάμε στο κενό...

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

"Η Ανιώ και τα μήλα" της Σταυρούλας Δεκούλου

 

Αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά που χωράνε στην αγκαλιά του παιχνιδιού.


Κάθε καλοκαίρι, μόλις έκλειναν τα σχολεία στην Αθήνα, η μάνα μας φόρτωνε στο καράβι, εμένα και την αδερφή μου την Πόπη και κατεβαίναμε στο Καρύδι, το χωριό της στην Κρήτη. Μικρό χωριουδάκι, κουρνιασμένο στους λόφους, με αυλές γεμάτες κληματαριές και λουλούδια  και σοκάκια που μύριζαν χώμα και γιασεμί.

Εκεί μας περίμεναν η ξαδέρφη μας η Αριστέα και ο αδερφός της, ο Μανώλης. Ο Γιώργης με τον Γιάννη, τα αδέλφια από το πάνω στενό. Μαζί μας ήταν και ο φίλος μας ο Γιώργος με τον αδερφό του τον Θεόφιλο, που έρχονταν από το Ηράκλειο με την οικογένειά τους. Ήμασταν παρέα δεμένη, φασαριόζικη, γεμάτη ζωή.

Το αγαπημένο μας παιχνίδι; Τα  Μήλα.  Δύο παιδιά στις άκρες με μια μπάλα, οι υπόλοιποι στη μέση, να αποφεύγουμε τα χτυπήματα. Τρέχαμε, φωνάζαμε, πέφταμε κάτω και ξανασηκωνόμασταν. Το παιχνίδι δεν σταματούσε ποτέ πριν δύσει ο ήλιος. Κι όταν χανόταν πίσω απ’ το βουνό, μετρούσαμε τα χτυπήματα στα γόνατα και τα γέλια μας.

Κι εκεί, κάθε μέρα, μαζί μας ήταν και η Ανιώ.

Η Ανιώ δεν ήταν παιδί, τουλάχιστον όχι στην ηλικία. Ήταν σαράντα πέντε χρονών, μα στα δικά μας μάτια δεν είχε ηλικία. Με το συνδρομικό της πρόσωπο και τη βαριά νοητική στέρηση, και ένα χαμόγελο που δεν έσβηνε ποτέ. Φορούσε πάντα ένα κόκκινο φουστάνι και τα μαύρα μαλάκια της κομμένα καρέ. Μιλούσε με τον δικό της τρόπο, περπατούσε αλλιώτικα, και γελούσε με την ψυχή της. Την αγαπούσαμε.

Όχι γιατί την λυπόμασταν, ούτε γιατί «έπρεπε». Αλλά γιατί ήταν η Ανιώ. Ερχόταν στο παιχνίδι όπως ερχόμασταν κι εμείς. Έτρεχε με το δικό της ρυθμό, πετούσε τη μπάλα όπου τύχαινε, και όταν γελούσε, λες και γελούσαν οι πέτρες του δρόμου μαζί της.

Η Ανιώ μας είχε όμως και έναν... μυστικό έρωτα. Τον θείο μου Βασίλη. Όταν τη ρωτούσαμε πειραχτικά:

– «Ποιον αγαπάς, Ανούλα;»

Απαντούσε πάντα το ίδιο, με μάτια που έλαμπαν:

– «Τον Βασίλη του Μανώλη!» με την ιδιαίτερη προφορά της και το χτύπημα των χεριών της από χαρά.

Ένα καλοκαίρι ήρθαν στο χωριό δύο παιδιά από αλλού. Οι γονείς τους δούλευαν προσωρινά στον τρύγο εκεί κοντά και τα είχαν φέρει μαζί τους. Ήταν λίγο μαζεμένα στην αρχή, αλλά όταν τους καλέσαμε να παίξουν μήλα, ήρθαν. Ξεκινήσαμε το παιχνίδι όπως πάντα, και σε λίγο κατέφτασε η Ανιώ. Έτρεξε να μπει κι αυτή στον κύκλο. Και τότε, ένα από τα ξένα παιδιά γύρισε με ξινισμένο ύφος:

– «Ε, τι κάνει αυτή εδώ; Διώχτε τη!»

Όλος ο κόσμος πάγωσε για μια στιγμή. Η Πόπη γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια.

– «Ποια να διώξουμε;»

– «Αυτή… είναι χαζή. Είναι καθυστερημένη», είπε με ένα χαμόγελο ειρωνικό.

Δεν φωνάξαμε. Δεν εξαγριωθήκαμε. Απλώς, μιλήσαμε όλοι μαζί. Με μία φωνή.

– «Δεν είναι χαζή. Δεν είναι  καθυστερημένη. Είναι η Ανιώ.»

Ακολούθησε σιωπή. Και μετά, ο Μανώλης με σταθερή φωνή:

– «Αν θέλετε να παίξετε μαζί μας, η Ανιώ παίζει. Αν όχι, δεν πειράζει. Μπορείτε να φύγετε.»

Τα ξένα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Και τελικά είπαν:

– «Εντάξει… ας παίξει κι αυτή.»

Και έπαιξε. Έπαιξε όπως πάντα. Με χαρά. Με τα δικά της λάθη, τα δικά της πατήματα, με την παιδική της ψυχή.  Και τα άλλα παιδιά, σιγά σιγά, τη συνήθισαν. Τη δέχτηκαν. Και ίσως, τη θαύμασαν λίγο. Γιατί είδαν πώς τη φωνάζαμε. Πώς γελούσαμε μαζί της. Πώς τη βοηθούσαμε χωρίς να την κάνουμε να νιώσει λιγότερη. Πώς την αγαπούσαμε. Και στο τέλος, όταν έπεσε το φως κι η μπάλα ξέφυγε στο ρέμα, είδα το παιδί που την είχε διώξει, να τη βοηθάει να σηκωθεί απ’ το χώμα. Χωρίς λόγια. Με φυσικότητα. Όπως κάνεις σε κάποιον... δικό σου.

Εκείνο το καλοκαίρι μας έμαθε κάτι που κανείς μεγάλος δεν μας είχε διδάξει. Το πιο μεγάλο νόημα του παιχνιδιού δεν είναι το ποιος κερδίζει ή ποιος τρέχει πιο γρήγορα. Είναι το ίδιο το παιχνίδι. Μια μεγάλη αγκαλιά που να μας χωράει όλους. Η Ανιώ, με το κόκκινο φουστάνι και το όνειρό της να παντρευτεί τον Βασίλη, δεν ήταν ούτε "χαζή", ούτε "περίεργη". Ήταν η ψυχή του παιχνιδιού.

Πολλά χρόνια πέρασαν από τότε. Οι αυλές άδειασαν, οι φωνές χαμήλωσαν. Κάποιοι έφυγαν, κάποιοι μεγάλωσαν. Η Ανιώ δεν είναι πια κοντά μας — το ξέρουμε, έφυγε όπως έζησε: ήσυχα και με αγάπη. Αλλά κάθε φορά που βλέπω παιδιά να πετούν μια μπάλα στα μήλα,  ακούω μια φωνή μέσα μου να γελά και να λέει:

– «Τον Βασίλη του Μανώλη!»

Και ξέρω πως το παιχνίδι συνεχίζεται.


Σταυρούλα Δεκούλου

Ειδική Γραμματέας Δ.Σ. Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2025

"Αμαλία, μια χελώνα διαφορετική " της Σταυρούλας Δεκούλου

 



Πριν από σαράντα κάτι χρόνια, ζούσαμε στη Βούλα, σε μια μονοκατοικία υπερυψωμένη, με σκαλάκια γύρω-γύρω και έναν κήπο που την αγκάλιαζε σαν παραμύθι. Εκεί μέναμε: η μητέρα μου, ο πατέρας μου, η μικρή μου αδερφή κι εγώ. Ο κήπος μας δεν ήταν απλώς χώρος. Ήταν κόσμος ολόκληρος. Λεμονιές, συκές, τριανταφυλλιές, ντοματιές και κολοκυθιές που είχαν πλεχτεί στα κάγκελα κι απ’ τα φύλλα τους κρέμονταν φλάσκες κίτρινες κολοκύθες. Καναρίνια, παπαγαλάκια, και μια μάνα που κρατούσε τον κήπο λουλουδιασμένο σαν να τον είχε δανειστεί από παραμύθι.

Μια μέρα, ο πατέρας μου γύρισε από τη δουλειά κρατώντας στα χέρια του μια χελώνα. Το καύκαλό της ήταν ραγισμένο. Την είχε βρει χτυπημένη στο δρόμο και την είχε φέρει στο σπίτι, να τη φροντίσουμε. Να της δώσουμε μια ευκαιρία. Ήμασταν παιδιά και, όπως όλα τα παιδιά, δεχτήκαμε τη χελωνίτσα με ενθουσιασμό και χαρά μεγάλη. Η μικρή μου αδερφή την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και μετά από πολλή περισυλλογή και συζήτηση αποφασίσαμε να την ονομάσουμε Αμαλία.

Για εμάς η Αμαλία δεν ήταν μια απλή χελώνα. Ήταν φίλη μας. Ήταν μυστικό. Ήταν παιχνίδι. Την παρακολουθούσαμε με περιέργεια, σχεδόν δέος, όπως μόνο τα παιδιά μπορούν να κοιτάξουν ένα πλάσμα μικρό και σιωπηλό και να νιώσουν πως κρύβει έναν ολόκληρο κόσμο. Της βάζαμε μπροστά μικρά μπαλάκια, και γελούσαμε με την καρδιά μας καθώς εκείνη τα έσπρωχνε με το κεφαλάκι της, λες και έπαιζε μαζί μας.

Την ταΐζαμε καθημερινά –ψιλοκομμένες ντομάτες, μαρουλόφυλλα, φρούτα. Της δίναμε νεράκι με προσοχή και καθαρίζαμε το καύκαλό της με υγρό βαμβάκι, σχεδόν τελετουργικά, σαν να φροντίζαμε κάτι ιερό. Όταν ο ήλιος έγερνε, καθόμασταν δίπλα της στον κήπο και της λέγαμε ιστορίες –δεν ξέραμε αν καταλάβαινε, μα ξέραμε πως μας άκουγε. Σηκωνόταν αργά και πλησίαζε, όπως κάνει ένας φίλος που σε νοιάζεται, ακόμα κι αν δεν μιλά τη γλώσσα σου.

Παίζαμε μαζί της κρυφτό. Εκείνη κρυβόταν κάτω απ’ τις κολοκυθιές, κι εμείς τη ψάχναμε σαν να ψάχναμε θησαυρό. Κάθε της εμφάνιση ήταν νίκη. Κάθε μέρα μαζί της, δώρο. Την κουβαλούσαμε απαλά μέσα σε μικρά πανιά, της δίναμε όνομα και ρόλο στα παιχνίδια μας: μια μέρα ήταν γιατρός, άλλη μέρα ήταν βασίλισσα, άλλοτε απλώς καθόταν και μας παρακολουθούσε ενώ εμείς τρέχαμε γύρω από τον κήπο φωνάζοντας –μα πάντα ήταν εκεί. Η Αμαλία, η χελώνα μας. Το μυστικό της παιδικής μας ηλικίας.

Ώσπου, μια μέρα, η Αμαλία χάθηκε.

Στην αρχή το πήραμε σαν αστείο. Ίσως να κρύφτηκε καλά. Ίσως να μην ψάξαμε σωστά. Μα όσο περνούσαν οι ώρες, η καρδιά μας βάραινε. Ψάχναμε παντού. Κάτω απ’ τις ντοματιές, πίσω απ’ τις τριανταφυλλιές, δίπλα στη συκιά, ανάμεσα στις κολοκυθιές. Γυρίσαμε την αυλή δέκα φορές. Τίποτα. Σταθήκαμε σιωπηλές, σκύβοντας ξανά και ξανά στα ίδια σημεία, λες και η Αμαλία θα ξεπηδούσε απ’ το χώμα σαν θαύμα.

Η αδερφή μου, τεσσάρων χρονών τότε, ξέσπασε σε λυγμούς. Έκλαιγε όπως μόνο τα παιδιά μπορούν να κλάψουν –ολόψυχα, καθαρά, χωρίς να κρατούν τίποτα μέσα τους. Κι εγώ, έξι χρονών, έσφιγγα τα χείλη μου για να μην κλάψω μαζί της. Όχι επειδή δεν πονούσα, αλλά γιατί ένιωθα πως έπρεπε να είμαι δυνατή για εκείνη. Προσπαθούσα να πιστέψω ότι θα τη βρίσκαμε. Ότι θα εμφανιζόταν. Κάθε μέρα που περνούσε χωρίς την Αμαλία ήταν και μια μικρή ήττα.

Και πέρασε καιρός. Πολλές μέρες. Και εβδομάδες. Η ελπίδα έσβηνε σιγά σιγά, όπως σβήνει το φως στο τέλος μιας παιδικής μέρας. Ο κήπος μας ήταν ο ίδιος –και ταυτόχρονα όχι. Δεν είχε πια πλάκα το κρυφτό ανάμεσα στα φυτά. Δεν ψάχναμε με το ίδιο πάθος κάτω απ’ τα φύλλα. Γιατί εκεί δεν κρυβόταν πια η Αμαλία.

Μια μέρα, καθόμασταν με τη μαμά μας στο σαλόνι. Εκείνη έπλεκε, καθισμένη στην καφέ-βερικοκί πολυθρόνα της κι εμείς παίζαμε καθισμένες στο πάτωμα και βλέπαμε «Τον Παραμυθά». μια παιδική εκπομπή στην κρατική τότε τηλεόραση. Κι ενώ αγωνιούσαμε για το τί θα γινόταν με τη μάγισσα Κλοκό, ένας ήχος ακούστηκε από την πόρτα. Σαν κάτι να την ακούμπησε ελαφρά. Η μαμά σηκώθηκε, άνοιξε. Δεν υπήρχε τίποτα. Έκλεισε και ξανακάθισε πιάνοντας πάλι το πλεκτό της. Δεν πέρασε λίγη ώρα και ο ήχος επανήλθε. Η μαμά σηκώθηκε ξανά και πήγε στην πόρτα. Την άνοιξε, κοίταξε δεξιά, αριστερά, μπροστά. Κανείς.

Και τότε η μικρή μου αδερφή έδειξε κάτω, με το δαχτυλάκι της:

«Μαμά, μαμά! Η Αμαλία! Η Αμαλία!»

Και πράγματι. Ήταν εκεί. Μπορούσε να ήταν μια οποιαδήποτε χελώνα. Αλλά το μικρό ράγισμα στο καύκαλό της την πρόδωσε. Ήταν η δική μας χελώνα. Η Αμαλία είχε επιστρέψει. Είχε μεγαλώσει. Δεν καταλάβαμε ποτέ πού είχε πάει. Ούτε πώς βρήκε τον δρόμο της, ούτε πώς ανέβηκε τα σκαλιά για να φτάσει στην πόρτα μας.

Τις μέρες που ακολούθησαν την επιστροφή της, την προσέχαμε διπλά. Ήταν το θαύμα μας. Και τότε, σαν η φύση να θέλησε να μας εξηγήσει το γιατί της εξαφάνισης, είδαμε το εξής: Δύο μικρά χελωνάκια, καλά κρυμμένα ανάμεσα στις φράουλες και τα φυτά του πίσω κήπου. Τα κοιτούσαμε και εκείνα κοιτούσαν την Αμαλία. Δεν χρειαζόταν λέξεις. Η Αμαλία είχε χαθεί για να γίνει μητέρα. Κρυβόταν για να δημιουργήσει. Είχε φύγει για να επιστρέψει με κάτι από το μέλλον.

Εκείνα τα χρόνια, ζούσαμε πιο κοντά στη φύση. Ο κήπος μας μάς δίδαξε χωρίς να μιλήσει. Η Αμαλία ήταν ο πρώτος μας δάσκαλος. Μας έμαθε πως η αγάπη δεν έχει ανάγκη από λέξεις. Πως τα ζώα αισθάνονται. Ανταποκρίνονται. Αποδέχονται την αγάπη και την επιστρέφουν.

Κάποιοι λένε πως τα ζώα δεν θυμούνται. Πως λειτουργούν μόνο με ένστικτο. Ίσως. Αλλά εγώ θυμάμαι. Θυμάμαι την Αμαλία να σπρώχνει το μπαλάκι της. Να κρύβεται κάτω απ’ τα φύλλα. Να επιστρέφει από το πουθενά, σαν μνήμη που αρνείται να σβήσει.

Όταν ένα παιδί μαθαίνει να φροντίζει ένα ζώο, μαθαίνει να είναι άνθρωπος. Κι όταν ένας άνθρωπος βοηθά ένα πλάσμα που δεν έχει φωνή, τότε μεγαλώνει κάτι μέσα του που δεν φαίνεται με το μάτι' η ψυχή.

Η Αμαλία είναι χαραγμένη μέσα μου. Όχι σαν μια χελώνα, αλλά σαν μια μικρή πράξη αγάπης που άφησε ρίζες. Και όπως όλα τα σημαντικά πράγματα της ζωής, επιστρέφει. Ξεπηδά σαν εικόνα, σαν άρωμα, σαν ήχος.

Ίσως τελικά, μερικές αγάπες –ακόμα και χελωνίσιες– να μην φεύγουν ποτέ. Μένουν για πάντα στην καρδιά ενός παιδιού.


Σταυρούλα Δεκούλου

Ειδική Γραμματέας Δ.Σ. Ε.Ε.Λ. 

Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

"Έργα και Ημέρες του Πολύφημου" της Σταυρούλας Δεκούλου



Ήταν καλοκαίρι, γύρω στο ’95, τότε που ο χρόνος κυλούσε πιο αργά, σαν να είχε συμφωνήσει με τον ήλιο και τη γη να κρατούν τα πράγματα όπως ήταν. Στη Λαγκάδα, ένα μικρό χωριό 25 χιλιόμετρα απ’ τη Σητεία, όλα φάνταζαν σταθερά, ριζωμένα όπως οι ελιές στους ξερούς λόφους. Εκεί ζούσαν ο παππούς και η γιαγιά, άνθρωποι λιτοί, βαθιά δεμένοι με τον τόπο και τη ρουτίνα τους. Εμείς οι υπόλοιποι, μέναμε στην Αθήνα και κατεβαίναμε κάθε καλοκαίρι και στις διακοπές του σχολείου Χριστούγεννα και Πάσχα, λίγο για να ξεφύγουμε, λίγο για να θυμηθούμε ποιοι είμαστε.

Εκείνο το καλοκαίρι πήγαμε μαζί με τον θείο μου, νωρίτερα απ’ τους άλλους. Θυμάμαι πως ο ήλιος έκαιγε αλύπητα και τα τζιτζίκια είχαν στήσει το δικό τους ανελέητο πανηγύρι πάνω από τα αμπέλια. Ο θείος ήθελε να μου δείξει μια μικρή σπηλιά λίγο έξω απ’ το χωριό, προς το παλιό μονοπάτι που οδηγούσε στο ρέμα. Μου είχε πει πως παλιά τα παιδιά του χωριού κρύβονταν εκεί για παιχνίδια ή για να βρουν λίγη δροσιά. Κι εκεί, μες στο ημίφως και τη σκόνη, τον είδαμε.

Ένα μικροσκοπικό γατί, μουσταρδί, με λεπτές άσπρες ρίγες σαν ξέθωρες κλωστές πάνω στο τρίχωμά του. Ήταν κουλουριασμένο βαθιά μέσα στη σπηλιά, τα μάτια του γεμάτα τρόμο. Ή μάλλον… το μάτι του. Το άλλο, ένα θλιμμένο κενό, κλεισμένο και πληγωμένο, σαν κάποιος ή κάτι να του το είχε στερήσει. Ίσως αγρίμια, ίσως ανθρώπινο χέρι – κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά. Κάθισα σιωπηλή, ενώ ο θείος ψιθύρισε:

-  Θα τον πούμε Πολύφημο.

-  Επειδή έχει ένα μάτι; ρώτησα.

-  Ναι, και γιατί είναι μικρός αλλά φαίνεται σκληραγωγημένος σαν Κύκλωπας.

Στην αρχή, δεν μας πλησίαζε. Καθόμασταν έξω απ’ τη σπηλιά με λίγη γατοτροφή και νερό, μιλώντας του απαλά. Εκείνος στεκόταν ακίνητος, σαν να περίμενε το χειρότερο. Κάθε μέρα πηγαίναμε, κάθε μέρα το πιατάκι πλησίαζε λίγο περισσότερο προς το άνοιγμα. Κι ένα απόγευμα, καθώς καθόμασταν σιωπηλοί, βγήκε.

Έκανε δύο βήματα, μετά τρία, και τελικά ήρθε στο φως. Έτρωγε γρήγορα, νευρικά, κοιτώντας συνεχώς τριγύρω. Ήταν λιπόσαρκος, γεμάτος γρατζουνιές, αλλά στα μάτια του –εκείνο το ένα του μάτι– υπήρχε μια σπίθα. Όχι κακία. Επιβίωση.

Τον πήραμε πίσω στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Τον καθαρίσαμε, του φτιάξαμε ένα κουτί έξω απ’ το κατώφλι, του βάλαμε νερό και φαΐ. Ο παππούς, βαρύς από χρόνια στην καρέκλα του, σήκωσε το βλέμμα, τον κοίταξε και είπε:

- Αυτός θα φυλάει το σπίτι μας, όσο λείπετε.

Και το έκανε. Από την πρώτη κιόλας μέρα, ο Πολύφημος άρχισε να στέκεται έξω από την πόρτα. Δεν έμπαινε μέσα, ποτέ δεν τόλμησε. Όμως όπου κι αν πήγαινε η γιαγιά – στο περιβόλι, στο πηγάδι, ακόμα και μέχρι την εκκλησία της Αγίας Τριάδας – εκείνος από πίσω. Όχι χαδιάρης, όχι ζητιάνος. Αλλά σαν φρουρός ή σαν φίλος.

Ήρθε ο χειμώνας εκείνου του χρόνου, όχι τόσο σκληρός όσο στα βουνά, αλλά αρκετά ψυχρός για τη Λαγκάδα. Τα πρωινά ήταν γεμάτα ομίχλη και η υγρασία τρύπωνε μέσα στα κόκαλα. Η γιαγιά άναβε κάθε βράδυ το μαγκάλι, εκείνο το μικρό μεταλλικό μαγκάλι που έφερνε ζέστη στο σαλόνι και μια αχνή μυρωδιά από κάρβουνα.

Ο Πολύφημος, παρόλο που ζούσε πια κοντά μας, ποτέ δεν τολμούσε να μπει μέσα στο σπίτι. Κάθε βράδυ κουλουριαζόταν στην παλιά κουρελού, δίπλα στην εξώπορτα, στην μικρή εσοχή κάτω από τη σκάλα. Έμοιαζε με φάντασμα που προσπαθούσε να κρατήσει την αξιοπρέπειά του, να μην γίνει βάρος ή να δείξει αδυναμία.

Μια νύχτα, ο παππούς έκανε κάτι που κανείς δεν περίμενε. Άπλωσε το μπαστούνι του και άνοιξε την πόρτα. Αργά, με προσοχή κοίταξε τον γάτο. Ο Πολύφημος πρόβαλε το κεφαλάκι του, κοιτάζοντας με ένα μείγμα φόβου και ελπίδας. Ήταν σαν να περίμενε αυτή τη στιγμή, αλλά δεν ήθελε να την πάρει μόνος του.

Ο παππούς, με τα γερασμένα του χέρια, έδειξε στον Πολύφημο τον δρόμο προς το μαγκάλι. Εκείνος, με αξιοπρέπεια που μόνο τα ζώα έχουν όταν εμπιστεύονται, πέρασε μέσα, κάθισε ακριβώς δίπλα στην πηγή της ζέστης και σιγά σιγά, νιώθοντας την αναπνοή του παππού και της γιαγιάς γύρω του, έκλεισε τα μάτια του. Εκείνο το βράδυ, ο Πολύφημος κοιμήθηκε μέσα στο σπίτι για πρώτη φορά. Κι ο παππούς, με ένα αχνό χαμόγελο, φάνηκε να βρίσκει λίγη γαλήνη.

Ένα άλλο πρωινό που ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να λούζει με χρυσάφι τα λιόδεντρα, ακούστηκε ένας θόρυβος παράξενος και άγριος, σαν να παλεύουνε γάτες μεταξύ τους, αλλά πολύ πιο έντονος και απειλητικός. Οι γείτονες από τα διπλανά σπίτια βγήκαν στις αυλές τους ψάχνοντας την πηγή του κακού. Και τότε τον είδαν.

Ο Πολύφημος, με τη στάση του υπερασπιστή, είχε στηλώσει τα πόδια του και ήταν έτοιμος για μάχη. Αντίπαλός του ένα τεράστιο φίδι, πάνω από δυόμισι μέτρα, το οποίο είχε υψωθεί και φαινόταν να προσπαθεί να περάσει προς το σπίτι της κουμπάρας μας, που βρισκόταν απέναντι από το δικό μας. Ο γάτος δεν κουνιόταν ούτε βήμα, κοιτώντας το φίδι κατάματα, σαν να έλεγε: «Δεν περνάς». Ο θόρυβος μεγάλωνε, η ένταση ήταν διάχυτη στον αέρα. Οι γείτονες έτρεξαν έξω, είδαν τον κίνδυνο και με προσοχή, σκότωσαν το φίδι. Μόλις το φίδι απομακρύνθηκε, ο Πολύφημος κατέβηκε από τη θέση του, σήκωσε το κεφάλι περήφανα και συνέχισε τη βόλτα του στη γειτονιά ανακηρυγμένος πια ήρωας στα μάτια όλων.

Από εκείνη τη μέρα, κανείς δεν αμφέβαλλε πως ο Πολύφημος ήταν κάτι περισσότερο από ένας απλός γάτος. Ήταν φύλακας, προστάτης, και σύμβολο θάρρους.

Τα χρόνια κύλησαν και ο παππούς, κοντά τότε στα 95, νικημένος από την ηλικία του, χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο και ο Πολύφημος έμεινε πίσω, στο χωριό, να τον περιμένει με μάτια γεμάτα αγωνία και λύπη. Ήταν σα να ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Εγώ, τότε σπουδάζοντας στην Αθήνα, κατέβηκα στην Κρήτη για να είμαι κοντά στη μητέρα μου και κοντά στον παππού. Ο παππούς επέστρεψε σπίτι για τον ύστατο αποχαιρετισμό όπως συνηθίζεται στα χωριά.

Τη μέρα της κηδείας όλο το χωριό είχε συγκεντρωθεί στην εκκλησία. Και εκεί, στο πλήθος, ανάμεσα στους ανθρώπους που θρηνούσαν, ξεχώριζε ένα κανελί γατί. Ο Πολύφημος. Και δεν ήταν απλώς εκεί. Ακολουθούσε απαρηγόρητος την πομπή, αργά, με σεβασμό και θλίψη. Ήταν σαν να ήθελε να πει το τελευταίο αντίο στον άνθρωπο που είχε ανοίξει το σπίτι του για να μπει, τον άνθρωπο που τον είχε κάνει να νιώσει ασφαλής και αγαπητός. Ο κόσμος παρακολουθούσε σιωπηλός. Κανείς δεν μιλούσε για το γάτο, αλλά όλοι τον ένιωθαν μέσα τους σαν να ήταν μια ψυχή της οικογένειας που συμμετείχε στη λύπη τους.

Από τη μέρα που ο παππούς έφυγε, ο Πολύφημος δεν ήταν πλέον απλώς ένα πλάσμα που ζούσε κοντά στο σπίτι μας. Ήταν σύντροφος και φρουρός. Τώρα πια, περνούσε το κατώφλι του σπιτιού χωρίς φόβο. Καθόταν διακριτικά πάντα στο πλάι της καρέκλας του παππού, σαν να κρατούσε τη θέση του ζεστή, σαν να του έλεγε: «Εγώ είμαι εδώ τώρα». Δεν ανέβαινε ποτέ πάνω στα έπιπλα, δεν έκανε φασαρία, απλώς παρακολουθούσε. Τη γιαγιά, το σπίτι, τον χρόνο.

Όταν η γιαγιά τον φώναζε και δεν τον έβρισκε, εκείνος πήγαινε και της τραβούσε το κορδονάκι της ποδιάς, ένα πείραγμα παιχνιδιάρικο που της έβγαζε το πιο αγνό, ειλικρινές της γέλιο. «Αχ βρε Πολύφημε!» έλεγε, κι εκείνος καθόταν λίγο πιο πέρα, σαν να χαμογελούσε.

Μια μέρα, η γιαγιά τον είδε να κάθεται στην άκρη της εσοχής κάτω από τη σκάλα, εκεί που ήταν η κουρελού του. Δεν ήταν μόνος. Μπροστά του, σερβιρισμένο στο πιατάκι, έτρωγε μια γατούλα, μικρόσωμη, ντροπαλή αλλά ήρεμη. Ο Πολύφημος καθόταν λίγο πιο πίσω, με ευγένεια, σχεδόν με καμάρι. Δεν άγγιζε το φαγητό. Είχε φέρει το ταίρι του στο σπίτι του.

Από τότε, η γιαγιά έβαζε πάντα περισσότερο φαγητό στο πιατάκι του κι ο Πολύφημος – γάτος πια ώριμος – άρχισε να μοιράζεται τη ζωή του όχι μόνο με εμάς, αλλά και με την καινούργια του οικογένεια.

Τα χρόνια κύλησαν κι ο Πολύφημος γέρασε. Η περήφανη περπατησιά του έγινε πιο αργή. Η όρασή του, ήδη περιορισμένη από τον έναν του οφθαλμό, χειροτέρευε. Κάποιες μέρες, όταν σηκωνόταν από το κουρελάκι του, παραπατούσε. Τα αυτιά του δεν αντιδρούσαν τόσο γρήγορα στους ήχους. Κι όμως, κάθε μέρα, συνέχιζε να κάθεται δίπλα στη γιαγιά, να την ακολουθεί με τον δικό του σιωπηλό τρόπο. Ποτέ δεν ζητούσε τίποτα, απλώς ήταν εκεί. Παρών.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, λίγο πριν σουρουπώσει, τον είδαμε να ανεβαίνει αργά την ανηφόρα. Έσπρωξε την ξύλινη πόρτα με το κεφαλάκι του, μπήκε μέσα. Δεν γύρεψε φαγητό ούτε χάδι. Προχώρησε με αργά, βαριά βήματα μέχρι την καρέκλα του παππού. Εκεί, κοντοστάθηκε. Κοίταξε τη γιαγιά. Κάτι σαν νιάου βγήκε απ’ το στόμα του, μα περισσότερο έμοιαζε με ανάσα. Ύστερα γύρισε, βγήκε πάλι έξω στην εσοχή, στο παλιό του κουρελάκι. Κούρνιασε, έκλεισε τα μάτια του και... δεν ξύπνησε ποτέ ξανά. Ήταν ένας ύπνος χωρίς πόνο. Ένας αποχαιρετισμός χωρίς φασαρία. Ένα τέλος γεμάτο παρουσία.

Ο θείος μου, εκείνος που τον είχε πρωτοβρεί με το χτυπημένο ματάκι στη σπηλιά, τον πήρε τρυφερά στην αγκαλιά του. Σ’ ένα μικρό κομμάτι από του χωραφιού μας ανοίχτηκε ένας λάκκος, και δίπλα του φυτέψαμε λουλουδάκια. Ήταν το μνήμα ενός φίλου, όχι ενός ζώου. Ήταν η κατοικία εκείνου που μας είχε αγαπήσει χωρίς λόγια.

Μα η ιστορία δεν τελείωσε εκεί. Δεν πέρασαν πολλές μέρες, και μια γατούλα άρχισε να εμφανίζεται κοντά στο σπίτι. Κι από πίσω της, τρία μικρά κανελί γατάκια με άσπρες ρίγες.Ίδιο βλέμμα, ίδιο περπάτημα, ίδιο πείσμα. Έπαιζαν με τα φύλλα, αλλά πάντα πρόσεχαν τι γίνεται στον δρόμο. Κάθονταν στην άκρη και παρατηρούσαν, ακριβώς όπως έκανε ο Πολύφημος. Κι όλοι μας καταλάβαμε. Η ζωή συνεχίζεται. Όχι ίδια, αλλά με το αποτύπωμα εκείνου που πέρασε και φρόντισε.

Τα μικρά του Πολύφημου είχαν έρθει για να συνεχίσουν. Και τώρα, όταν τα καλοκαίρια ξαναγυρνάμε στη Λαγκάδα, πάντα περνάμε απ’ το χωράφι. Τα λουλούδια ανθίζουν. Κι ανάμεσά τους, συχνά βλέπεις κάποιο κανελί γατί να κουρνιάζει σιωπηλά. Σαν να προσέχει. Σαν να περιμένει.

Όπως ακριβώς έκανε κι εκείνος. Ο Πολύφημος. Ο γάτος με το ένα μάτι, την αξιοπρέπεια, τη σιωπηλή αγάπη και τη γενναιότητα που θα έμενε για πάντα στις καρδιές μας.


Σταυρούλα Δεκούλου
Ειδική γραμματέας Ε.Ε.Λ. 

Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

Φώτης Καρύδας ~ Ποιητική νοημοσύνη



Η ποιητική συλλογή του Φώτη Καρύδα με τίτλο «Ποιητική νοημοσύνη» αποτελεί μια βαθιά και σπαρακτική κατάθεση του ποιητή, γεμάτη από συναισθηματική ένταση, αγωνία και υπαρξιακή αβεβαιότητα. Κάθε ποίημα εκφράζει την εσωτερική αναζήτηση ενός ανθρώπου που ζει και αναπνέει σε έναν κόσμο γεμάτο πόνο και καταστροφή, ωστόσο, η ποιητική γραφή του δεν εξαντλείται στον θρήνο και την απογοήτευση. Η συλλογή «Ποιητική Νοημοσύνη» διαπραγματεύεται την ανθρώπινη εμπειρία μέσα από έναν φακό βαθιάς υπαρξιακής αγωνίας, κοινωνικής κριτικής και ατομικής αποξένωσης. Ο ποιητής, με πλούσιο λυρισμό και δραματική ένταση, παρασύρει τον αναγνώστη σε έναν κόσμο όπου η αγάπη, η μοναξιά, η ελπίδα και η απογοήτευση εναλλάσσονται συνεχώς, δημιουργώντας μια θλιμμένη αλλά και συνάμα βαθιά διαφωτιστική εικόνα της σύγχρονης ανθρώπινης ύπαρξης.

Στη συλλογή εισάγεται η έννοια της μοναξιάς ως κεντρικό μοτίβο, χαρακτηρίζοντάς την ως αέναη και πανταχού παρούσα. Η μοναξιά είναι αυτή που καθορίζει την ανθρώπινη ύπαρξη και διαπλέκεται με την αδυναμία να βρουν οι άνθρωποι αυθεντικές και πλήρεις συνδέσεις. Δηλώνεται μέσα από τους στίχους η τραγική έννοια της «μοναξιάς του πλήθους». Η «ελεύθερη πτώση» και η αναφορά σε «μηχανές που μιμούνται ανθρώπινα συναισθήματα» αποτυπώνουν την αποξένωση του ατόμου στην τεχνολογική εποχή, όπου οι συναισθηματικοί δεσμοί γίνονται πιο τεχνητοί και πιο απομακρυσμένοι από την πραγματικότητα.

Αυτό το σπαρακτικό ύφος της ποίησης, γεμάτο με εικόνες καταστροφής, απογοήτευσης και σύγκρουσης, δεν είναι παρά το απόσταγμα της βιωμένης εμπειρίας του ποιητή, που υπήρξε πολεμικός ανταποκριτής σε περιοχές συγκρούσεων και πολέμων. Οι στίχοι του δεν είναι απλώς προσωπικές εξομολογήσεις, αλλά οι κραυγές ενός ανθρώπου που είδε, έζησε και καταδίωξε τον πόνο σε περιοχές του κόσμου που σπαράσσονται από τον πόλεμο. Ο ποιητής δεν προσφέρει απλώς εικόνες του καθημερινού ανθρώπινου πόνου, αλλά μεταφέρει την ψυχική και συναισθηματική του πληγή από όσα κατέγραψε στα πεδία της μάχης. Οι έντονες εικόνες και η βαθιά θλίψη που κυριαρχούν στην ποίηση είναι, σε μεγάλο βαθμό, προϊόν της εμπειρίας του: ο πόνος, η απώλεια, η διάλυση κάθε ανθρώπινης αξίας και το πένθος που βιώνουν οι επιζώντες, αποτυπώνονται με τρόπο αυθεντικό και συναισθηματικά ισχυρό.

Ο Φώτης Καρύδας μέσα από τους στίχους γεμάτους σκιές και ερωτήματα, δεν παύει να αναζητά τη βαθύτερη αλήθεια και να αναδεικνύει τη συνεχιζόμενη μάχη του ανθρώπου για να βρει τον σκοπό του, ακόμα και μέσα στην καταστροφή. Οι ερωτήσεις για την αλήθεια και την αγάπη, οι προβληματισμοί για τον θρόισμα της ελπίδας σε έναν κόσμο που φαίνεται να διαλύεται, καθιστούν τη συλλογή μια ουσιαστική αναφορά στο διαρκές ερώτημα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Συχνά οι στίχοι του ποιητή μοιάζουν να καταλήγουν σε αδιέξοδο, σε μια ατέρμονη αναζήτηση για το αληθινό νόημα του κόσμου. Οι εικόνες της μοναξιάς, της απογοήτευσης και της αβεβαιότητας δημιουργούν μια αίσθηση ότι η ζωή μας είναι καταδικασμένη να επαναλαμβάνει τις ίδιες απογοητεύσεις. Αλλά σε αυτή την υπαρξιακή κρίση, ο ποιητής δεν παραδίνεται στην απελπισία. Αντίθετα, στέλνει το μήνυμα ότι το «καλό» μπορεί πάντα να θριαμβεύσει, έστω και αν χρειάζεται να αναζητηθεί μέσα από τα ερείπια της ανθρωπότητας και τη συντριβή των ιδεών. Ένας στίχος από το ποίημα «Κλέφτες Ονείρων» επισημαίνει αυτό το κεντρικό μήνυμα: «Στο τέλος των παραμυθιών νικάει το καλό». Αυτός ο στίχος αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την ουσία του έργου και της φιλοσοφίας της συλλογής.

Παρά την αίσθηση του απόλυτου σκοταδιού που πολλές φορές διαπερνά την ποίηση του ποιητή, παραμένει πάντα μια σπίθα ελπίδας και αναγνώρισης ότι η αλήθεια και η ανθρωπιά μπορούν τελικά να επικρατήσουν. Η σκέψη ότι το σκοτάδι ακολουθεί η λυκαυγή. Αυτή η ιδέα ότι το καλό θα επικρατήσει στο τέλος των παραμυθιών είναι μια υπόσχεση που ανατρέπει την απογοήτευση και μας υπενθυμίζει ότι η αλήθεια, ο έρωτας, η αγάπη και η πραγματική ανθρώπινη σύνδεση είναι πάντα κάτι που μπορούμε να βρούμε, ακόμα και όταν φαίνεται πως όλα γύρω μας καταρρέουν.

Εν κατακλείδι, η Ποιητική νοημοσύνη είναι μια ισχυρή επαναστατική φωνή για τον άνθρωπο που αναζητά το νόημα σε έναν κόσμο που μοιάζει να καταρρέει. Και, παρόλο που ο πόνος και η θλίψη κυριαρχούν, η τελική έμφαση είναι και θα πρέπει να είναι στην πεποίθηση ότι το καλό, στο τέλος, νικάει – μια αλήθεια που θα έπρεπε να αντηχεί τόσο στην ποίηση όσο και στην πραγματικότητα της ζωής μας.

Σταυρούλα Δεκούλου
Ειδική Γραμματέας Δ.Σ. Ε.Ε.Λ.

Probing the firmament ~ Ανιχνεύοντας το στερέωμα, Σοφία Σκλείδα


Στην τρίγλωση ποιητική συλλογή της Σοφίας Σκλείδα, αναδύεται ένας κόσμος βαθιά υπαρξιακός, συμβολικός και εσωτερικά πολυεπίπεδος. Οι στίχοι πυκνοί σε νοήματα, μεταφέρουν έναν διαρκή στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη, την πνευματική αναζήτηση και την εναγώνια προσπάθεια του ανθρώπου να κατανοήσει το "είναι" του μέσα από τα μονοπάτια της μνήμης και της θεϊκής αναζήτησης.

Τα ποιήματα πραγματεύονται διαχρονικά ζητήματα, όπως η αναζήτηση της αλήθειας, η εσωτερική κάθαρση, η διαφυγή από τις συμβατικές παγίδες της κοινωνίας και η επαφή με το θείο. Παρατηρείται έντονος στοχασμός πάνω στη μνήμη, την απώλεια και την ψυχική λύτρωση, με έναν λόγο που συχνά θυμίζει προσευχή ή μυστικιστική εξομολόγηση. Το θεϊκό στοιχείο προβάλλεται ως μονοπάτι σωτηρίας και ταυτόχρονα ως πηγή εσωτερικής διαμάχης.

Η γλώσσα των ποιημάτων είναι ιδιαίτερα ιδιωματική, με έντονη χρήση νεολογισμών και γλωσσικών ανατροπών. Οι λέξεις μοιάζουν να σπάνε τη συμβατική τους έννοια, να αναδομούνται και να αποκτούν νέο συμβολικό βάρος. Ο αναγνώστης καλείται να επαναδιαπραγματευτεί την ερμηνεία τους, ακολουθώντας μια ποιητική ροή που κινείται ανάμεσα στο υπερρεαλιστικό και το οντολογικό. Η δομή είναι συχνά ελεύθερη, δίχως τυπικούς περιορισμούς, κάτι που ενισχύει την αίσθηση της εσωτερικής ροής και του ακατάπαυστου διαλόγου με το άγνωστο και το υπερβατικό.

Παράλληλα, τα ποιήματα διακρίνονται για την έντονη εσωτερική αξιολόγηση του εαυτού. Η ποιήτρια περνάει τον εαυτό της μέσα από δοκιμασίες, φιλτράρει τον κόσμο μέσα από τη σίτα ενός ποιητικού κόσκινου, αναζητώντας να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, επιδιώκει να αναδείξει το αγνό, το καθαρό, το άγιο. Παράλληλα, στιγματίζει και αποδιώχνει καθετί επίπλαστο, καθετί εφήμερο, όλη αυτή τη λάμψη που αποπροσανατολίζει από τον δρόμο της αρετής και εμποδίζει την ανύψωση της ψυχής. Η γραφή της είναι ανθρωποκεντρική, στοχεύει στη διδασκαλία, στον αναστοχασμό του σκοπού της ζωής και στην επικέντρωση του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου και την ανύψωση της ψυχής, συμβάλλοντας στον προσδιορισμό της απόστασης του ανθρώπου από το θείο.

Οι συμβολισμοί είναι έντονοι και πολυδιάστατοι: η "σκιά" ως συνοδοιπόρος του πόνου,  τα "σύννεφα" και ο "καπνός" ως σημεία μετάβασης και αποδέσμευσης από τα εγκόσμια. Μέσα από την αλληγορία, τα ποιήματα μοιάζουν να αναζητούν την υπέρβαση των γήινων δεσμών και τη λύτρωση της ψυχής. Μέσα από τις λέξεις της η γυναίκα ανυψώνεται, η πίστη γιγαντώνεται, η ζωή εξυψούται ως έννοια και ως δυναμική να αγγίξεις την εικόνα που ο Θεός έχει για τον άνθρωπο. 

Συνολικά, η ποιητική αυτή σύνθεση αποτελεί μια ισχυρή κατάθεση ψυχής. Με μια γλώσσα πλούσια, συμβολική και ανατρεπτική, η ποιήτρια δημιουργεί ένα τοπίο υπαρξιακής αναζήτησης, εσωτερικής κάθαρσης και πνευματικής αναγέννησης. Πρόκειται για μια ποιητική διαδρομή που καλεί τον αναγνώστη να ακολουθήσει, όχι μόνο για να ανακαλύψει τον δημιουργό, αλλά και για να επαναπροσδιορίσει τη δική του σχέση με το άγνωστο και το θείο.

Σταυρούλα Δεκούλου, Λογοτέχνης
Ειδική Γραμματεάς Ε.Ε.Λ.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Μαριτίνα, η μαγική ξωτικούλα των στολιδιών

 




Πιστεύετε στα ξωτικά; Στο παραμύθι που θα σας διηγηθώ, ηρωίδα είναι μια μαγική ξωτικούλα που την έλεγαν Μαριτίνα. Θα ταξιδέψουμε πολλά πολλά χρόνια πριν, τότε που τα Χριστούγεννα ξεκίνησαν να γιορτάζονται στολίζοντας ένα δέντρο με πολύχρωμα και περίτεχνα στολίδια.

Όπως και στις μέρες μας, οι άνθρωποι στις αρχές του Δεκέμβρη, του Αγίου Νικολάου στόλιζαν στα σπίτια τους ένα δέντρο που το ονόμαζαν δέντρο των Χριστουγέννων και κάτω από αυτό έβαζαν τα δώρα που είχαν αγοράσει ή φτιάξει για τους αγαπημένους τους.

Μεγάλη γιορτή ξεκινούσε τότε στο δάσος των ξωτικών αφού τα στολίδια τα έφτιαχναν τα ξωτικά και όσο οι άνθρωποι τα διάλεγαν και στόλιζαν τα δέντρα τους τόσο εκείνα δυνάμωναν και η μαγική τους σκόνη γινόταν όλο και πιο λαμπρή.

Κάθε χρόνο όλα τα ξωτικά ανταγωνίζονταν το ένα το άλλο για το ποιος θα έφτιαχνε τα πιο όμορφα στολίδια. Σε ποια δέντρα θα τοποθετούνταν τα στολίδια τους. Ποιο θα ήταν πιο λαμπρό, πιο πορφυρό, ποιες καμπανούλες θα ηχούσαν πιο δυνατά.

Ήταν ένας διαγωνισμός αιώνων και τα ξωτικά που έπαιρναν μέρος σε αυτό έχαιραν του σεβασμού όλων των άλλων. Από πολύ μικρά διδάσκονταν από τους γηραιότερους της φυλής τη μαγεία των υλικών και των χρωμάτων, αλλά και πώς να δένουν τις δημιουργίες τους με ξόρκια που θα έκαναν τα στολίδια τους να δείχνουν ακαταμάχητα. Σιγά σιγά όμως αυτό που ήταν χαρά έγινε σκληρός διαγωνισμός και γέμισε αλαζονεία τα ξωτικά των στολιδιών.

Μάταια η μικρή ξωτικούλα, Μαριτίνα είχε προσπαθήσει να μπει κι εκείνη σε αυτές τις ομάδες. Πολλές φορές είχε παρακαλέσει να εκπαιδεύσουν κι εκείνη να φτιάχνει στολίδια για τα δέντρα των Χριστουγέννων για να νιώθει και η ίδια τη μαγική της σκόνη να λάμπει καθώς σκορπιζόταν στον αέρα. Οι πιο παλιοί τεχνίτες όμως ούτε που σκέφτονταν να βάλουν ανάμεσά τους ένα «παιδί» που θα τους καθυστερούσε από την τελειοποίηση της τεχνικής τους.

Εκείνα τα χρόνια όπως και σήμερα με όση χαρά οι άνθρωποι στόλιζαν τα δέντρα τους, με άλλη τόση βαριεστημάρα τα ξεστόλιζαν αφού είχαν περάσει οι γιορτές. Στην προσπάθειά τους μάλιστα να τελειώσουν πιο γρήγορα το μάζεμα του δέντρου, πολλές φορές τραβούσαν απρόσεχτα τα στολίδια και τα έσπαγαν και στη συνέχεια τα πετούσαν στα σκουπίδια.

Τα καημένα τα στολίδια που έκρυβαν μέσα τους τη μαγεία των ξωτικών ένιωθαν και τον πόνο από το σπάσιμο, αλλά και την απαξίωση και την αδιαφορία των ανθρώπων που χωρίς δεύτερη σκέψη τα πετούσαν στην άκρη του δρόμου.

Μια χρονιά που για μια ακόμα φορά είχαν περάσει οι γιορτές και οι άνθρωποι ξεστόλιζαν τα δέντρα τους, η Μαριτίνα προχωρούσε θλιμμένη στην άκρη του δρόμου αφού για μια ακόμα φορά δεν την είχαν αφήσει να μάθει κι αυτή να φτιάχνει στολίδια. Ξαφνικά άκουσε έναν ήχο που έμοιαζε με σιγανό κλάμα. Πλησίασε και τι να δει; Δυο σπασμένα στολίδια των ξωτικών πεταμένα στον κορμό μιας γριάς καστανιάς. Σφίχτηκε η μικρή της καρδούλα σαν τα αντίκρισε και χωρίς δεύτερη σκέψη άπλωσε τα χέρια της και τα πήρε.

Πόσο πολύ τα λυπήθηκε που κανείς δεν τα νοιαζόταν πια και τα είχαν πετάξει. Γύρισε σπίτι και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό της. Έπρεπε να διορθώσει το κακό που είχε συμβεί. Πήρε ρετσίνι που φυλούσε η μαμά της σε ένα βάζο και αφού κόλλησε τα σπασμένα κομμάτια έκρυψε τα σημάδια με φτερά από τα μικρά πουλιά που ήταν φίλοι της και που και εκείνοι είχαν ακούσει εκείνο το σιγανό κλάμα και είχαν πετάξει κοντά της να δουν αν ήταν καλά.

Όταν η μικρή ξωτικούλα τελείωσε τη δουλειά της, τα μικρά στολίδια σταμάτησαν να κλαίνε κι ένα ζεστό φως τα τύλιξε. Ήταν και πάλι ζωντανά και όμορφα. Τότε η Μαριτίνα σκέφτηκε κάτι φανταστικό. Μαζί με τους φίλους της τα πουλιά γύρισαν όλες τις πλατείες και τις αυλές των ξωτικών και των ανθρώπων και μάζεψαν όλα τα σπασμένα στολίδια εκείνης της χρονιάς. Μάζεψαν ακόμα φτερά, φυλλαράκια, κορδελίτσες από τα ανοιγμένα δώρα, και ανθούς μικρών χειμωνιάτικων λουλουδιών.

Πριν να χαράξει δεν υπήρχε κανένα σπασμένο στολίδι ούτε στο δάσος των ξωτικών ούτε στη γη των ανθρώπων. Και όλη αυτή την ώρα όλο και περισσότερο φωτιζόταν το δωμάτιο την μικρής Μαριτίνας. Τόσο πολύ φωτίστηκε πια που τράβηξε την προσοχή και των ξωτικών και των ανθρώπων. Άρχισαν να πηγαίνουν όλοι κατά το φως για να δουν τι συνέβαινε και γιατί ξαφνικά η νύχτα είχε γίνει μέρα.

Η Μαριτίνα πήρε τα φτιαγμένα στολίδια και βγήκε έξω από το σπίτι. Προτού όμως αρχίσουν να την ρωτούν τι έκανε και από πού και ως πού ασχολούταν αυτή με τα στολίδια παρουσιάστηκε μπροστά σε όλους το Πνεύμα των Χριστουγέννων και η Βασίλισσα του Δάσους των Ξωτικών. Και οι δυο είχαν παρατηρήσει με πόση αγάπη και συμπόνια είχε φερθεί το μικρό ξωτικό σε αυτά τα μικρά στολίδια που πριν λίγες μέρες όλοι τα θαύμαζαν, αλλά τώρα τα είχαν ήδη ξεχάσει.

«Μαριτίνα,» είπαν και οι δυο με μια φωνή, «όσο σπουδαίο είναι να φτιάχνεις στολίδια για να στολίσεις τα Χριστούγεννα, άλλο τόσο σπουδαίο και πιο πολύ ακόμα είναι να μπορείς να επισκευάζεις ό,τι χάλασε και να του δίνεις μια δεύτερη ευκαιρία. Όλο αυτό το φως που μας περιβάλλει είναι η αγάπη που έδωσες σε αυτά τα μικρά αντικείμενα και η μαγεία της ομορφιάς που τους χάρισες.» Έμεινε με το στόμα ανοικτό η μικρή ξωτικούλα από τη χαρά της και τα ματάκια της γέμισαν δάκρυα περηφάνειας.

«Από σήμερα,» συνέχισε η Βασίλισσα του Δάσους, «στο κέντρο του δάσους μας θα υπάρχει ένα μεγάλο δέντρο, το Δέντρο των στολιδιών κι εσύ κάθε χρόνο όταν οι γιορτές θα τελειώνουν θα μαζεύεις όλα τα πληγωμένα στολίδια και θα τα κάνεις σαν καινούρια.»

«Και η μαγεία σου» συνέχισε το Πνεύμα των Χριστουγέννων «θα γίνει πιο δυνατή από όλων εδώ, ώστε να μπορείς να φτιάχνεις τα σπασμένα στολίδια και να τα κάνεις πιο όμορφα από πριν, ως ευχαριστώ που ομόρφυναν τις μέρες της γιορτής μου.»

Και όλοι εσείς εδώ ακούστε και μάθετε καλά πως δεν υπάρχει πιο δυνατή μαγεία και πιο μεγάλη πράξη ευσπλαχνίας από το να φτιάχνεις κάτι που χάλασε ή να φροντίζεις κάποιον που αρρώστησε και δεν είναι το ίδιο δυνατός όπως πριν. Αυτό είναι το νόημα των Χριστουγέννων, αλλά και η δύναμη της μαγείας των ξωτικών.

Ακόμα και σήμερα η μαγική ξωτικούλα Μαριτίνα, γυρίζει στις πλατείες και στα δρομάκια αφού τελειώσουν οι γιορτές των Χριστουγέννων μαζί με τους φίλους της τα πουλιά και ψάχνουν για σπασμένα στολίδια κι αφού τα φτιάξουν τα κρεμούν στο περίλαμπρο δέντρο στο κέντρο του δάσους των ξωτικών που είναι πάντα γιορτή.

Αν τύχει και σπάσει και κάποιο δικό σας στολίδι του δέντρου, μην το πετάξετε. Αφήστε το στην αυλή ή στη βεράντα σας και η μαγική ξωτικούλα Μαριτίνα θα έρθει να το βρει.



Κείμενο, φωτογραφία : Σταυρούλα Δεκούλου