Κάθε που κουράζεται η ψυχή από τα τόσα της ζωής ταξίδια, αρχίζει η ποίηση κι αναβλύζει απ' τα εσώτερά μας και οι στίχοι πλέκουν ένα δίχτυ ασφαλείας να μας σώσει από το βάραθρο του χάους κάθε που πηδάμε στο κενό...

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2025

"Αμαλία, μια χελώνα διαφορετική " της Σταυρούλας Δεκούλου

 



Πριν από σαράντα κάτι χρόνια, ζούσαμε στη Βούλα, σε μια μονοκατοικία υπερυψωμένη, με σκαλάκια γύρω-γύρω και έναν κήπο που την αγκάλιαζε σαν παραμύθι. Εκεί μέναμε: η μητέρα μου, ο πατέρας μου, η μικρή μου αδερφή κι εγώ. Ο κήπος μας δεν ήταν απλώς χώρος. Ήταν κόσμος ολόκληρος. Λεμονιές, συκές, τριανταφυλλιές, ντοματιές και κολοκυθιές που είχαν πλεχτεί στα κάγκελα κι απ’ τα φύλλα τους κρέμονταν φλάσκες κίτρινες κολοκύθες. Καναρίνια, παπαγαλάκια, και μια μάνα που κρατούσε τον κήπο λουλουδιασμένο σαν να τον είχε δανειστεί από παραμύθι.

Μια μέρα, ο πατέρας μου γύρισε από τη δουλειά κρατώντας στα χέρια του μια χελώνα. Το καύκαλό της ήταν ραγισμένο. Την είχε βρει χτυπημένη στο δρόμο και την είχε φέρει στο σπίτι, να τη φροντίσουμε. Να της δώσουμε μια ευκαιρία. Ήμασταν παιδιά και, όπως όλα τα παιδιά, δεχτήκαμε τη χελωνίτσα με ενθουσιασμό και χαρά μεγάλη. Η μικρή μου αδερφή την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και μετά από πολλή περισυλλογή και συζήτηση αποφασίσαμε να την ονομάσουμε Αμαλία.

Για εμάς η Αμαλία δεν ήταν μια απλή χελώνα. Ήταν φίλη μας. Ήταν μυστικό. Ήταν παιχνίδι. Την παρακολουθούσαμε με περιέργεια, σχεδόν δέος, όπως μόνο τα παιδιά μπορούν να κοιτάξουν ένα πλάσμα μικρό και σιωπηλό και να νιώσουν πως κρύβει έναν ολόκληρο κόσμο. Της βάζαμε μπροστά μικρά μπαλάκια, και γελούσαμε με την καρδιά μας καθώς εκείνη τα έσπρωχνε με το κεφαλάκι της, λες και έπαιζε μαζί μας.

Την ταΐζαμε καθημερινά –ψιλοκομμένες ντομάτες, μαρουλόφυλλα, φρούτα. Της δίναμε νεράκι με προσοχή και καθαρίζαμε το καύκαλό της με υγρό βαμβάκι, σχεδόν τελετουργικά, σαν να φροντίζαμε κάτι ιερό. Όταν ο ήλιος έγερνε, καθόμασταν δίπλα της στον κήπο και της λέγαμε ιστορίες –δεν ξέραμε αν καταλάβαινε, μα ξέραμε πως μας άκουγε. Σηκωνόταν αργά και πλησίαζε, όπως κάνει ένας φίλος που σε νοιάζεται, ακόμα κι αν δεν μιλά τη γλώσσα σου.

Παίζαμε μαζί της κρυφτό. Εκείνη κρυβόταν κάτω απ’ τις κολοκυθιές, κι εμείς τη ψάχναμε σαν να ψάχναμε θησαυρό. Κάθε της εμφάνιση ήταν νίκη. Κάθε μέρα μαζί της, δώρο. Την κουβαλούσαμε απαλά μέσα σε μικρά πανιά, της δίναμε όνομα και ρόλο στα παιχνίδια μας: μια μέρα ήταν γιατρός, άλλη μέρα ήταν βασίλισσα, άλλοτε απλώς καθόταν και μας παρακολουθούσε ενώ εμείς τρέχαμε γύρω από τον κήπο φωνάζοντας –μα πάντα ήταν εκεί. Η Αμαλία, η χελώνα μας. Το μυστικό της παιδικής μας ηλικίας.

Ώσπου, μια μέρα, η Αμαλία χάθηκε.

Στην αρχή το πήραμε σαν αστείο. Ίσως να κρύφτηκε καλά. Ίσως να μην ψάξαμε σωστά. Μα όσο περνούσαν οι ώρες, η καρδιά μας βάραινε. Ψάχναμε παντού. Κάτω απ’ τις ντοματιές, πίσω απ’ τις τριανταφυλλιές, δίπλα στη συκιά, ανάμεσα στις κολοκυθιές. Γυρίσαμε την αυλή δέκα φορές. Τίποτα. Σταθήκαμε σιωπηλές, σκύβοντας ξανά και ξανά στα ίδια σημεία, λες και η Αμαλία θα ξεπηδούσε απ’ το χώμα σαν θαύμα.

Η αδερφή μου, τεσσάρων χρονών τότε, ξέσπασε σε λυγμούς. Έκλαιγε όπως μόνο τα παιδιά μπορούν να κλάψουν –ολόψυχα, καθαρά, χωρίς να κρατούν τίποτα μέσα τους. Κι εγώ, έξι χρονών, έσφιγγα τα χείλη μου για να μην κλάψω μαζί της. Όχι επειδή δεν πονούσα, αλλά γιατί ένιωθα πως έπρεπε να είμαι δυνατή για εκείνη. Προσπαθούσα να πιστέψω ότι θα τη βρίσκαμε. Ότι θα εμφανιζόταν. Κάθε μέρα που περνούσε χωρίς την Αμαλία ήταν και μια μικρή ήττα.

Και πέρασε καιρός. Πολλές μέρες. Και εβδομάδες. Η ελπίδα έσβηνε σιγά σιγά, όπως σβήνει το φως στο τέλος μιας παιδικής μέρας. Ο κήπος μας ήταν ο ίδιος –και ταυτόχρονα όχι. Δεν είχε πια πλάκα το κρυφτό ανάμεσα στα φυτά. Δεν ψάχναμε με το ίδιο πάθος κάτω απ’ τα φύλλα. Γιατί εκεί δεν κρυβόταν πια η Αμαλία.

Μια μέρα, καθόμασταν με τη μαμά μας στο σαλόνι. Εκείνη έπλεκε, καθισμένη στην καφέ-βερικοκί πολυθρόνα της κι εμείς παίζαμε καθισμένες στο πάτωμα και βλέπαμε «Τον Παραμυθά». μια παιδική εκπομπή στην κρατική τότε τηλεόραση. Κι ενώ αγωνιούσαμε για το τί θα γινόταν με τη μάγισσα Κλοκό, ένας ήχος ακούστηκε από την πόρτα. Σαν κάτι να την ακούμπησε ελαφρά. Η μαμά σηκώθηκε, άνοιξε. Δεν υπήρχε τίποτα. Έκλεισε και ξανακάθισε πιάνοντας πάλι το πλεκτό της. Δεν πέρασε λίγη ώρα και ο ήχος επανήλθε. Η μαμά σηκώθηκε ξανά και πήγε στην πόρτα. Την άνοιξε, κοίταξε δεξιά, αριστερά, μπροστά. Κανείς.

Και τότε η μικρή μου αδερφή έδειξε κάτω, με το δαχτυλάκι της:

«Μαμά, μαμά! Η Αμαλία! Η Αμαλία!»

Και πράγματι. Ήταν εκεί. Μπορούσε να ήταν μια οποιαδήποτε χελώνα. Αλλά το μικρό ράγισμα στο καύκαλό της την πρόδωσε. Ήταν η δική μας χελώνα. Η Αμαλία είχε επιστρέψει. Είχε μεγαλώσει. Δεν καταλάβαμε ποτέ πού είχε πάει. Ούτε πώς βρήκε τον δρόμο της, ούτε πώς ανέβηκε τα σκαλιά για να φτάσει στην πόρτα μας.

Τις μέρες που ακολούθησαν την επιστροφή της, την προσέχαμε διπλά. Ήταν το θαύμα μας. Και τότε, σαν η φύση να θέλησε να μας εξηγήσει το γιατί της εξαφάνισης, είδαμε το εξής: Δύο μικρά χελωνάκια, καλά κρυμμένα ανάμεσα στις φράουλες και τα φυτά του πίσω κήπου. Τα κοιτούσαμε και εκείνα κοιτούσαν την Αμαλία. Δεν χρειαζόταν λέξεις. Η Αμαλία είχε χαθεί για να γίνει μητέρα. Κρυβόταν για να δημιουργήσει. Είχε φύγει για να επιστρέψει με κάτι από το μέλλον.

Εκείνα τα χρόνια, ζούσαμε πιο κοντά στη φύση. Ο κήπος μας μάς δίδαξε χωρίς να μιλήσει. Η Αμαλία ήταν ο πρώτος μας δάσκαλος. Μας έμαθε πως η αγάπη δεν έχει ανάγκη από λέξεις. Πως τα ζώα αισθάνονται. Ανταποκρίνονται. Αποδέχονται την αγάπη και την επιστρέφουν.

Κάποιοι λένε πως τα ζώα δεν θυμούνται. Πως λειτουργούν μόνο με ένστικτο. Ίσως. Αλλά εγώ θυμάμαι. Θυμάμαι την Αμαλία να σπρώχνει το μπαλάκι της. Να κρύβεται κάτω απ’ τα φύλλα. Να επιστρέφει από το πουθενά, σαν μνήμη που αρνείται να σβήσει.

Όταν ένα παιδί μαθαίνει να φροντίζει ένα ζώο, μαθαίνει να είναι άνθρωπος. Κι όταν ένας άνθρωπος βοηθά ένα πλάσμα που δεν έχει φωνή, τότε μεγαλώνει κάτι μέσα του που δεν φαίνεται με το μάτι' η ψυχή.

Η Αμαλία είναι χαραγμένη μέσα μου. Όχι σαν μια χελώνα, αλλά σαν μια μικρή πράξη αγάπης που άφησε ρίζες. Και όπως όλα τα σημαντικά πράγματα της ζωής, επιστρέφει. Ξεπηδά σαν εικόνα, σαν άρωμα, σαν ήχος.

Ίσως τελικά, μερικές αγάπες –ακόμα και χελωνίσιες– να μην φεύγουν ποτέ. Μένουν για πάντα στην καρδιά ενός παιδιού.


Σταυρούλα Δεκούλου

Ειδική Γραμματέας Δ.Σ. Ε.Ε.Λ. 

7 σχόλια:

  1. Ένα ακόμα δικό σου παιδικό βίωμα, έρχεται να μας γεμίσει αφόρητη συγκίνηση, Σταυρούλα μου. Τελικά, εκείνες οι εποχές, οι χώροι, τα σπίτια, προσέφεραν τη δυνατότητα να έχουμε επαφή με τα πλάσματα της φύσης, να τα αγαπάμε, να γινόμαστε σεβαστικοί. Σήμερα αυτό εκλείπει.
    Συγκινήθηκα πολύ με την Αμαλία να το ξέρεις.
    Φιλιά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πρόσφατα είχε κάπου έναν διαγωνισμό φιλοζωίας... Συγκεκριμένες συνθήκες με έκαναν κοινωνό μερικών γραπτών και τότε ήταν που πραγματικά λυπήθηκα για όσα δεν έχω γράψει μέχρι σήμερα. Ιστορίες αληθινές, συναισθηματικές, γεμάτες αγάπη και νοήματα που μας γέμισε η συναναστροφή με τους μικρούς μας φίλους. Κι εγώ συγκινούμαι όταν τις γράφω γιατί με κάποιο μαγικό τρόπο ο πατέρας μου είναι και πάλι κοντά μου. Σε φιλώ και σε ευχαριστώ ❤️

      Διαγραφή
    2. Να το κάνεις, να νιώθεις καλά, Σταυρούλα μου, είναι υπέροχο.

      Διαγραφή
  2. Beautiful photo of the turtle! I am so happy Amelia returned! Warm greetings from Montreal, Canada.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Κάποτε ένα πουλάκι μας ακολουθούσε από παράθυρο σε παράθυρο στο σπίτι. Δεν έμπαινε μέσα, καθόταν και μας κοιτούσε, έψαχνε να μας βρει όταν αλλάζαμε δωμάτιο.
    Με συγκίνησε η ιστορία σου.
    Φιλιά. αγαπημένη μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αγαπημένη, μου έχεις λείψει. Ψέματα να πω; Τι όμορφο κι αυτό με το πουλάκι... τι όμορφες αλήθειες μας κερνάει η ζωή... σε φιλώ

      Διαγραφή