Μην έχουμε καμιά γιορτή σιμά στη γειτονιά μας;
Κι αν έχουμε, πού 'ν' τα βιολιά και πού οι τραγουδιστάδες;
Γιατί βαρά το σήμαντρο ψηλά στο μοναστήρι;
Γιατί ξάφνου συννέφιασε κι οι σταυραετοί δακρύζουν;
Γιατί σωπάσαν τα πουλιά και τ' άνθη μαραθήκαν;
Γιατί στερέψαν οι πηγές κι αδειάσανε οι λιμνες;
Πατέρα για πού το 'βαλες μέσα στο μεσημέρι;
Κάτσε και δεν επρόλαβα όλα να στα μιλήσω.
Εσύ 'σαι βράχος στους σεισμούς, λιμάνι στις αντάρες,
ομπρέλα είσαι στη βροχή, φάρος στις τρικυμίες.
Εισ' ήλιος αυγουστιάτικος στα μέσα του Δεκέμβρη
και γάργαρο κρύο νερό στη μέση της ερήμου.
Στης εκκλησιάς μας την αυλή χτυπήστε την καμπάνα
να ακουστεί στους ουρανούς, άρχοντας ανεβαίνει.
Δεκούλος είναι στο όνομα και στη γενιά Μανιάτης.
Εκεί προσμένει η μάνα του και τ' άλλα δυο του αδέρφια
οι συγγενείς, οι γείτονες κι ο πιο καλός του φίλος
με δύο ρακοπότηρα να πιουν σαν ανταμώσουν.
Ώρα καλή πατέρα μου, κορώνα, βασιλιά μου
βορρά μες στην πυξίδα μου και χτύπε της καρδιάς μου.
Ταξίδεψε πατέρα μου στου ουρανού τα πλάτη
που αγκαλιάζουν οι αετοί και που φωτίζουν τ' άστρα
κι άσε μου την αγάπη σου στους ώμους μου απάνω
σαν σάλι στο φθινόπωρο και σαν παλτό στο κρύο
σταυρό στα στήθη ανάμεσα, φιλί στο μέτωπό μου.
Ώρα καλή πατέρα μου και ο καιρός διαβαίνει
κι ό,τι χωρίζει ο θάνατος η αγάπη ανασταίνει.