Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα πολύ μακριά από τη δικη μας, μια χώρα με κάστρα, πύργους και βασιλείς μα και δράκοντες και μάγισσες, πάνω από όλα μάγισσες ζηλιάρες και μοχθηρές, γεννήθηκε ένα αγόρι. Είχε στα μαλλιά του τον ήλιο και στα μάτια του τον ουρανό και το δέρμα του ήταν τόσο λευκό, σχεδόν διάφανο σαν των αγγέλων. Ο βασιλιάς πατέρας του δεν πίστευε στα μάτια του όταν τον κράτησε για πρώτη φορά στα χέρια του. Αυτό το πορσελάνινο πλάσμα δε μπορούσε ν' ανήκει στη γη. Όμορφος και αψεγάδιαστος σαν θεός. Τόσο τέλειος ήταν. Η μάνα του τον κοιτούσε και η ομορφιά του την έκανε να κλαίει.
Ο νεαρός μεγάλωνε και ήταν το στολίδι του παλατιού, της χώρας όλης και του κόσμου. Σ' ουρανό και γη θεοί και ξωτικά, θνητοί και νύμφες μιλούσαν για τις χάρες του. Το γέλιο του το κελαρυστό, τη φωνή του σαν έπιανε τη λύρα και τραγούδαγε, την ανδρειοσύνη του στη μάχη και τη σύνεση που τον διακατείχε στα προβλήματα του κόσμου. Κι ήρθε ο καιρός να παντρευτεί. Γαμπρός μεγαλοπρεπής και ζηλευτός καθώς ήταν, μαζεύτηκαν νύφες από όλο τον κόσμο για να διεκδικήσουν μια θέση δίπλα του. Όμορφες κι άσχημες, μικρές και μεγάλες, πλούσιες και φτωχές. Όλες μα όλες θέλανε να μοιραστούν μαζί του τουλάχιστον έναν χορό. Έτσι κι έγινε.
Μεγάλο γλέντι στήθηκε στο παλάτι και όλες οι υποψήφιες νύφες πέρασαν από κει. Ο νεαρός πρίγκιπας δεν αρνήθηκε σε καμιά έναν χορό. Φέρθηκε σε όλες τις κοπέλες με σεβασμό και διακριτικότητα. Χαμογελαστός και πρόσχαρος με όλες, δεν πίκρανε και δεν πρόσβαλε καμιά.
Ανάμεσά τους ήταν κι ένα κορίτσι που τα μάτια του είχαν το χρώμα της βροχής και στα δυο της μάγουλα ανέτειλε το φεγγάρι. Ο λαιμός της ήταν ψηλός σαν κύκνου ενώ τα κρινοδάχτυλα της θαρρείς και παίζανε μουσική στον αέρα όταν κινούνταν. Φορούσε ένα φόρεμα που είχε πάνω του κεντημένα όλα τ’ άστρα του ουρανού και όταν ο νεαρός πρίγκιπας χόρεψε μαζί της και είδε τα χρυσά μαλλιά να πέφτουν στο πρόσωπό της νόμιζε πως χόρευε νύχτα στη μέση του ουρανού αγκαλιά με το φεγγάρι. Ο όμορφος πρίγκιπας ερωτεύτηκε, όπως ερωτεύτηκε και η όμορφη νέα. Σελήνη την έλεγαν.
Όλοι το κατάλαβαν και όλοι χάρηκαν γιατί αλήθεια σ' αυτό το ζευγαρι είχε βρει ο ένας στον άλλο το άλλο του μισό. Ήταν αλήθεια τόσο ταιριαστοί.
Όμως όπως ήδη σας είπα σε αυτόν τον τόπο όπως και σε κάθε τόπο κι εποχή, ακόμα και σήμερα, υπήρχαν μαγισσες. Μάγισσες πικρόχολες, ανέραστες και κακές. Ακόμα κι όσες από αυτές δείχναν καλές ή όμορφες το όφειλαν σε ξόρκια που οι ίδιες έκαναν στον εαυτό τους. Έφτανε να σταθούν απέναντι σ' ένα καθρεπτη ή στην όχθη μιας λίμνης για να αποκαλυφθεί η φρίκη που έκρυβε το πρόσωπο και η ψυχή τους. Μια τέτοια μάγισσα λοιπόν ζήλεψε την αγάπη των δυο νέων. Ή πιο πολύ ζήλεψε τον νεαρό πρίγκιπα που τον ήθελε σκλάβο κι εραστή δικό της και τον μάγεψε. Έστειλε ένα πέπλο να σκεπάσει τα μάτια του, αλλά και την ψυχή του. Ξαφνικά ο νέος αλλοφρόνησε. Ούτε αναγνώριζε κανέναν, αλλά ούτε και φερόταν κατά πώς ταίριαζε στη θέση του. Σαν μεθυσμένος πηγαινοερχόταν στο παλάτι, μια ουρλιάζοντας και μια πέφτοντας σε λήθαργο κι όλοι γύρω τον λυπόντουσαν αλλά και καταριούνταν τη μαύρη μοίρα που είχε βρει αυτόν και το παλάτι τους.
Η Σελήνη μη μπορώντας να αντέξει να βλέπει τον αγαπημένο της σε αυτήν την κατάσταση έψαχνε απεγνωσμένα να βρει μια λύση μα ο καιρός περνούσε. Γύρισε όλη τη χώρα και όλα τα μέρη γύρω από αυτήν. Έτρεξε σε μάντισσες και ιέρειες ψάχνοντας για μιαν απάντηση σε αυτό το μυστήριο, σε αυτό το κακό που τους είχε συμβεί. Κάποια στιγμή έφτασε σε μια πηγή. Έσκυψε να πιει λίγο νερό, να ξεκουραστεί και να πάρει μιαν ανάσα πριν αρχίσει ξανά το ταξίδι της αναζήτησης. Την πήραν τα κλάματα που γρήγορα έγινε ένας ασταμάτητος λυγμός. Όλη η κούραση και η απογοήτευση εγινε ένας ποταμός από δακρυα που αντάριασε κι αυτήν ακομα τη λίμνη. Ξαφνικά τα νερά φάνηκαν να χωρίζουν κι από μέσα αναδύθηκε μια νύμφη ντυμένη στα πράσινα με σμαραγδένια μαλλιά και δέρμα διάφανο, σχεδόν αέρινο. Ήταν η Κυρά της Λίμνης. Είδε και άκουσε την οδύνη του κοριτσιού και η καρδιά της ράγισε από τον πόνο που τα δάκρυά της μαρτυρούσαν κάθε φορά που στάλαζαν πάνω στα νερά της.
«Άκουσέ με Σελήνη», είπε γλυκά στο κορίτσι . «Αυτό που έπαθε ο αγαπημένος σου δεν είναι άλλο από μάγια που του έκανε η αδερφή μου η Έριδα» . «Είναι φριχτή και κακιά και χαίρεται να σκορπά πόνο στους ανθρωπούς ακόμα και στους θεούς όταν μπορεί». «Αλλά αυτή τη φορά τα μάγια είναι πιο δυνατά, γιατί ερωτεύτηκε τον νέο άρχοντα και τον θέλει δικό της» « Εκείνος όμως έχει μάτια μόνο για σένα και γι’ αυτό τον έριξε σε αιώνια τρέλα και σκοτάδι».
«Δεν υπάρχει λύση σε αυτά τα μάγια; » ρώτησε η κοπέλα ανακτώντας την αυτοκυριαρχία της.
«Βέβαια και υπάρχουν, άλλα το τίμημα είναι βαρύ και η θυσία μεγάλη» είπε η Κυρά της Λίμνης.
«Είμαι έτοιμη για κάθετί» απάντησε και πάλι η κοπέλα.
«Τα μάγια είναι ισχυρά και δεν μπορούν να λυθούν παρά μόνο αν κάποιος τα πάρει πάνω του» ξανάπε η νύμφη.
«Πες μου λοιπόν. Είμαι έτοιμη για όλα» ξανάπε η Σελήνη χωρίς δισταγμό.
«Θα πρέπει να ανέβεις σε αυτό το ψηλό βουνό που είναι απέναντι από το κάστρο του παλατιού. Εκεί θα σταθείς και θα φωνάξεις»,
- Θέλω τα μάγια να σπάσω και ας γυρίσουν πάνω μου. Για κάθε τίμημα είμαι έτοιμη εγω!
«Και τότε τι θα γίνει ;» ρώτησε η Σελήνη.
«Ο αγαπημένος σου θα συνέλθει , αλλά εσύ θα γίνεις ένα με το βουνό» απάντησε η Κυρά. «Σου είπα τα μάγια είναι βαριά».
«Είμαι έτοιμη για όλα όπως σου είπα» απάντησε η κοπέλα κοιτώντας τη νύμφη. «Θέλω όμως να ζητήσω μια μεγάλη χάρη από σένα» είπε.
«Λέγε μου» απάντησε αυτή.
«Θέλω να βρει μια κοπέλα να παντρευτεί και στα μάτια της να βλέπει εμένα. Ξέρω με τι αγάπη με κοιτούσε και πόσο ερωτευμένος ήταν μαζί μου. Έτσι όποια κι αν διαλέξει η ζωή του θα συνεχιστεί από κει που έμεινε πριν τον μαγέψει η αδερφή σου».
«Ας είναι» απάντησε η Κυρά. Μόλις λυθούν τα μάγια όλα θα πάνε πίσω στο χρόνο, στο δικό σας χορό και η κοπέλα που χόρεψε μαζι της πριν από σένα θα πάρει τη μορφή σου στα μάτια του και η ζωή του θα αρχίσει από την αρχή».
Έτσι κι έγινε. Η όμορφη Σελήνη, χωρίς δισταγμό άρχισε να ανεβαίνει γοργά το βουνό απέναντι από το κάστρο. Και όταν έφτασε στην κορυφή του φώναξε,
- Θέλω τα μάγια να σπάσω και ας γυρίσουν πάνω μου. Για κάθε τίμημα είμαι έτοιμη εγώ.
Προτού περάσει μια στιγμή η κοπέλα άρχισε να πετρώνει και το κορμί της έγινε ένα με τον βράχο του βουνού. Την ίδια ώρα ο νεαρός πρίγκιπας απελευθερώνονταν από τα μάγια και ο χρόνος γυρνούσε πίσω στην πιο ευτυχισμένη του στιγμή. Όταν ανακάλυψε τον έρωτα.
Η μικρή πριγκίπισσα δέχτηκε την ανταλλαγή χωρίς δισταγμό. Το να σωθεί ο πρίγκιπάς της άξιζε κάθε τίμημα, κάθε αντάλλαγμα, κάθε δική της θυσία.Στο κάτω κάτω εκείνη είχε ψάξει να βρει λύση στα αιώνια δεσμά του. Δεν της το είχε ζητήσει εκείνος. Οι πραγματικές θυσίες είναι αυτές που γίνονται χωρίς να μας ζητηθούν.Το τίμημα ήταν βαρύ. Κολλημένη για πάντα πάνω στην κορυφή ενός βουνού, άνθρωπος και πέτρα μαζί, ποτέ να μη μπορεί να τον πλησιάσει. Μόνο μικρά κομμάτια βράχου όταν θρυμματίζονταν από το πέτρινο φόρεμά της γίνονταν μικρά πουλιά που μπορούσαν να πετάξουν κοντά στον αγαπημένο της για να της φέρουν τα νέα του, ότι ήταν καλά και η θυσία της είχε πιάσει τόπο.
ΤΕΛΟΣ
Το παραμύθι τούτο, υμνεί την αγάπη και μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος για χάρη της.
Δώστε τα χέρια όλοι και ίσως καταφέρουμε να αγκαλιάσουμε με αγάπη ολάκερη τη γη !