Παρασκευή βράδυ δυο ώρες μετά τα μεσάνυχτα
Η Έλλη άνοιξε την πόρτα και πέρασαν και οι δυο τους μέσα. «Δεν είναι κανείς εδώ;» τη ρώτησε.
«Όχι» απάντησε. «Ο άντρας μου λείπει στην Πάτρα για δουλειές και τα παιδιά είναι στη μητέρα μου. Θα πάω να τα πάρω αύριο το μεσημέρι»
Πέρασαν και καθίσανε στο σαλόνι. Μια ευρύχωρη σάλα με δυο λευκούς δερμάτινους καναπέδες. Η Έλλη άφησε τα φώτα χαμηλά. Είχαν χορτάσει από φώτα και καπνό σε αυτή τους την έξοδο. Τόσα χρόνια στο ίδιο γραφείο και ποτέ ως τώρα δεν είχαν κανονίσει να βγουν, ούτε καν για σινεμά. Σήμερα όμως το είχε προτείνει η ίδια λόγω της επερχόμενης μετάθεσής της που τόσα χρόνια πάλευε να πάρει. Νισάφι πια με αυτή τη τσιμεντούπολη. Ήθελε τα παιδιά της να έχουν λίγο παραπάνω οξυγόνο, λίγο παραπάνω πράσινο και μια χούφτα θάλασσα να χαίρονται όλον τον χρόνο, όχι μόνο δεκαπέντε μέρες στις διακοπές.
«Θα πιεις κάτι;» ρώτησε
«Να συνεχίσουμε με κρασί. Έχεις;» της αποκρίθηκε.
«Πάντα» απάντησε η Έλλη. «Ν’ ανοίξω μια Μαυροδάφνη; Φέρνει συχνά ο άντρας μου από την Πάτρα»
«Ο άντρας της και ο άντρας της» σκέφτηκε με θυμό. «Μα καλά τίποτα δεν κατάλαβε;» αναρωτήθηκε. «Ναι, ναι, μια Μαυροδάφνη είναι ό,τι πρέπει. Θα μας γλυκάνει» είπε.
Η Έλλη κινήθηκε προς το μπαρ. Έσκυψε να πάρει ένα μπουκάλι κρασί.
Την κοιτούσε με μάτια γεμάτα λαγνεία. Πόσο της πήγαινε αυτό το γκρίζο κουστούμι που φορούσε. Οι γλουτοί της, οι σφιχτοί της μηροί διαγράφονταν όλο αναίδεια, σαν να προκαλούσαν να την πλησιάσει από πίσω και να κολλήσει πάνω της. Να αγγίξει τα πυρόξανθα κοντά της μαλλιά. Να ανασάνει την αύρα της.
«Ψυχραιμία» ψιθύρισε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήδη είχε φτάσει αρκετά κοντά. Δεν χρειάζονταν λάθος κινήσεις τώρα.
Σε δυο λεπτά εκείνη ήταν πίσω στον καναπέ προσφέροντας το ποτήρι με το κρασί. Έβγαλε το σακάκι της και το ακούμπησε πιο κει σε μια καρέκλα. Κάτω από το μεταξωτό της πουκάμισο διαγραφόταν το λευκό της στηθόδεσμο που έκρυβε τη ροδαλή σάρκα που τόσο ποθούσε. Ξεροκατάπιε.
«Λοιπόν;» έσπασε τη σιωπή η Έλλη. «Πες κάτι; Έτσι θα τη βγάλουμε; Στη σιωπή;»
«Όχι, θέλω να σε ρωτήσω» της απάντησε. «Είσαι σίγουρη πως θες να φύγεις;»
«Εννοείται» απάντησε η Έλλη. «Τι ερώτηση είναι αυτή;»
«Να, εννοώ… δεν σε κρατάει τίποτα εδώ;»
«Ε, έχω τους δικούς μου» μα δεν την μπορώ άλλο την Αθήνα.
«Μόνο τους δικούς σου έχεις;» την ξαναρώτησε με πιο έντονη φωνή.
«Ποιον άλλο έχω;» ρώτησε η Έλλη γελώντας και σηκώθηκε να βάλει λίγο κρασί ακόμα.
«Εμένα!» της φώναξε και σηκώθηκε από τον καναπέ απότομα και πήγε κοντά της πιάνοντας της το πρόσωπό και κοιτώντας τη κατάματα. « Έχεις εμένα!» επανέλαβε.
«Εσένα; Τι εσένα; Πώς εσένα;» κατάφερε να ξεστομίσει η Έλλη γουρλώνοντας τα μάτια, μην πιστεύοντας τι άκουγε, τι έβλεπε, τι ζούσε. Παραπάτησε και το ποτήρι έπεσε στο πάτωμα, σπάζοντας και σκορπίζοντας τα κομμάτια του εδώ κι εκεί. Η Έλλη έσκυψε ταραγμένη να τα μαζέψει κι ένα κομμάτι κρύσταλλο της έκοψε το δάχτυλο. Γονάτισε δίπλα της.
«Άσε με να το δω» της είπε και έβαλε στο στόμα το πληγωμένο της δάχτυλο ρουφώντας το ζεστό της αίμα. «Άσε με να το φιλήσω να περάσει» της ψιθύρισε και ακούμπησε τα χείλη της πρώτα τρυφερά και μετά όλο ορμή με μια ανάγκη κατάκτησης που όμοιά της δεν είχε ξανανιώσει.
Η Έλλη στην αρχή προσπάθησε να τραβηχτεί. Δεν πίστευε όλο αυτό που της συνέβαινε μα μια γλυκιά μέθη είχε συνεπάρει το κορμί της και όλες της οι αντιστάσεις είχαν μεμιάς εξαφανιστεί. Δυο χείλη ρούφαγαν αχόρταγα τη βάση του λαιμού της ενώ δυο χέρια κρατούσαν σφιχτά τα στήθη της. Την ώρα που ένιωσε την καυτή ανάσα πάνω στις θηλές της νόμισε πως θα ουρλιάξει. ‘Ενιωσε να της ξεκουμπώνει το παντελόνι. Τραβήχτηκε για μια στιγμή. Μόνο για μία.
«Μη με σταματάς» της είπε. «Άσε με να σου δείξω πώς νιώθω για σένα. Περιμένω τόσο πολύ καιρό. Άσε με να σε νιώσω πριν σε χάσω για πάντα» Το μυαλό της είχε μουδιάσει. Πριν καν ανασάνει το παντελόνι της ήταν στο πάτωμα. Τα πόδια της λεπτά μακριά κρυμμένα όμορφα σε δυο ψηλές διχτυωτές κάλτσες που στερεώνονταν ψηλά στους μηρούς. Παραμέρισε το εσώρουχό της και τη φίλησε με τόση θέρμη που η Έλλη παρέλυσε. Απέμεινε εκεί να φλέγεται κάτω από τα καυτά φιλιά, τα χάδια που διεκδικούσαν τη σάρκα της, μια σάρκα που έτρεμε χάρη σε τούτο το απαγορευμένο άγγιγμα. Στέναζε και έκλαιγε από ηδονή γιατί τούτα τα χέρια τα άγνωστα την ήξεραν τόσο καλά. Ήξεραν πώς να την αγγίξουν και πόσο να την περιμένουν, γνώριζαν πότε να κάνουν πίσω για να τη βασανίσουν λίγο ακόμη πριν τη κορύφωση. Δεν απαιτούσαν τίποτα από εκείνη παρά μόνο να νιώσει. Δεν ήθελαν να της πάρουν τίποτα παρά ίσως μόνο την κραυγή της.
«Να ‘ξερες πόσα χρόνια σε περίμενα» της ψιθύρισε. «Να ΄ξερες πόσο σε λαχταρούσα. Ν’ αγγίξω τη σάρκα σου, να σε γευτώ, να πιω από το στόμα σου. Να ‘ξερες πόσο δύσκολο μου ήταν να σωπαίνω όλον αυτόν καιρό που δουλεύουμε δίπλα δίπλα, όταν με πλησίαζες και το άρωμά σου με λίγωνε. Πόσες φορές μου ήρθε να φωνάξω, να σου ριχτώ μέσα στο ασανσέρ που κατεβαίναμε ή στο πάρκιν που πηγαίναμε να πάρουμε το αυτοκίνητο και σηκωνόταν η φούστα σου καθώς οδηγούσες. Πώς άντεξα Θεέ μου;»
Της μίλαγε και τη φίλαγε, της μαρτυρούσε και τη θώπευε, μια φωτιά ήταν ολάκερη, ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Τα κορμιά έσμιγαν και χώριζαν τόσο αρμονικά. Έσμιγαν για πολύ και χώριζαν για λίγο σαν να μην άντεχε το ένα μακριά από το άλλο. Οι ανάσες κοφτές, γρήγορες και οι φωνές βαθιές βραχνές από την ηδονή και την παραζάλη. Επιτάχυνε τα χάδια, τα φιλιά, τα λόγια. Η Έλλη χαμένη σε μια δίνη αισθήσεων, παραδομένη στην ηδονή, σε κάτι τόσο πρωτόγνωρο για κείνη. Να ντρέπεται και να φλέγεται. Να φλέγεται, να φλέγεται…
Ένιωσε πως η ώρα της έκρηξης ήταν κοντά. Έστω αυτή την στιγμή θα την είχε για πάντα κλέψει. Πλησίασε το πρόσωπό της χωρίς να σταματήσει να τη χαϊδεύει και τη φίλησε στο στόμα.
«Δεν σου ζητώ τίποτα» της είπε κοιτάζοντάς τη στα μάτια. «Μόνο να με κοιτάξεις και να πεις το όνομά μου την ώρα που θα τελειώνεις. Μόνο αυτό!» Ακόμα και αυτό που ζητούσε ήταν τόσο ασύγκριτα ερεθιστικό. Πώς να πει όχι η Έλλη; Πώς να αρνηθεί να ονοματίσει τη γιορτή που γινόταν στο κορμί της.
Η Έλλη ένιωσε να τη διαπερνά ένα ρεύμα και το κορμί της άρχισε να συσπάται παραδομένο σ’ έναν οργασμό που όμοιό του δεν είχε ξαναζήσει ποτέ. Τα χέρια της έτρεμαν, η καρδιά της κόντευε να σπάσει…
«Υβόννη» ψιθύρισε κοιτώντας τη κατάματα.
Όπως ίσως καταλάβατε, είναι μια ακόμα συμμετοχή προς τιμήν της
Ερωτικής Υμνωδίας που διοργανώνει και φιλοξενεί με μεγάλη επιτυχία η
Lysippe στο εξαιρετκό και ζηλευτό σπιτικό της όπου ο καθένας μας προσθέτει μια ή και δυο ή και τρεις εκδοχές του έρωτα με όποια έννοια τον αντιλαμβάνεται.
Με εκτίμηση
Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
23/2/19