Έχω ένα σπίτι μικρό.
Μια γκρίζα γωνιά στην άκρη του δρόμου.
Σαν να μη χώρεσαν ποτέ πουθενά...
μήτε τα θέλω μου μήτε εγώ.
Έχω έναν κήπο ανοικτό
στ' αδέσποτα ζώα της πόλης.
Μήπως έτσι δεν είμαι κι εγώ;
Αδέσποτος άνθρωπος μιας κοινωνίας.
Περνώ τους χειμώνες με το Βοριά
κι όλο παγώνει η έρμη ψυχή μου
Τα καλοκαίρια ο Λίβας ζεστός
κι όλο ξεραίνονται τα δυο μου χείλη.
Έχω ένα σπίτι μικρό
φτωχό παράπηγμα από χαρτόνια και πλίνθους
μικρό κενοτάφιο μιας μπαζωμένης ζωής
πικρό παρανάλωμα νεκρών ονείρων.
Έχω ένα σπίτι στην άκρη του δρόμου
και σαν σιμά περπατάς
αθόρυβος θέλω να είσαι
να μην ξυπνάω και θυμάμαι πως ακόμα υπάρχω,
και μου χρεώνουν ότι ζω.