Κάθε που κουράζεται η ψυχή από τα τόσα της ζωής ταξίδια, αρχίζει η ποίηση κι αναβλύζει απ' τα εσώτερά μας και οι στίχοι πλέκουν ένα δίχτυ ασφαλείας να μας σώσει από το βάραθρο του χάους κάθε που πηδάμε στο κενό...

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

"Η Ανιώ και τα μήλα" της Σταυρούλας Δεκούλου

 

Αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά που χωράνε στην αγκαλιά του παιχνιδιού.


Κάθε καλοκαίρι, μόλις έκλειναν τα σχολεία στην Αθήνα, η μάνα μας φόρτωνε στο καράβι, εμένα και την αδερφή μου την Πόπη και κατεβαίναμε στο Καρύδι, το χωριό της στην Κρήτη. Μικρό χωριουδάκι, κουρνιασμένο στους λόφους, με αυλές γεμάτες κληματαριές και λουλούδια  και σοκάκια που μύριζαν χώμα και γιασεμί.

Εκεί μας περίμεναν η ξαδέρφη μας η Αριστέα και ο αδερφός της, ο Μανώλης. Ο Γιώργης με τον Γιάννη, τα αδέλφια από το πάνω στενό. Μαζί μας ήταν και ο φίλος μας ο Γιώργος με τον αδερφό του τον Θεόφιλο, που έρχονταν από το Ηράκλειο με την οικογένειά τους. Ήμασταν παρέα δεμένη, φασαριόζικη, γεμάτη ζωή.

Το αγαπημένο μας παιχνίδι; Τα  Μήλα.  Δύο παιδιά στις άκρες με μια μπάλα, οι υπόλοιποι στη μέση, να αποφεύγουμε τα χτυπήματα. Τρέχαμε, φωνάζαμε, πέφταμε κάτω και ξανασηκωνόμασταν. Το παιχνίδι δεν σταματούσε ποτέ πριν δύσει ο ήλιος. Κι όταν χανόταν πίσω απ’ το βουνό, μετρούσαμε τα χτυπήματα στα γόνατα και τα γέλια μας.

Κι εκεί, κάθε μέρα, μαζί μας ήταν και η Ανιώ.

Η Ανιώ δεν ήταν παιδί, τουλάχιστον όχι στην ηλικία. Ήταν σαράντα πέντε χρονών, μα στα δικά μας μάτια δεν είχε ηλικία. Με το συνδρομικό της πρόσωπο και τη βαριά νοητική στέρηση, και ένα χαμόγελο που δεν έσβηνε ποτέ. Φορούσε πάντα ένα κόκκινο φουστάνι και τα μαύρα μαλάκια της κομμένα καρέ. Μιλούσε με τον δικό της τρόπο, περπατούσε αλλιώτικα, και γελούσε με την ψυχή της. Την αγαπούσαμε.

Όχι γιατί την λυπόμασταν, ούτε γιατί «έπρεπε». Αλλά γιατί ήταν η Ανιώ. Ερχόταν στο παιχνίδι όπως ερχόμασταν κι εμείς. Έτρεχε με το δικό της ρυθμό, πετούσε τη μπάλα όπου τύχαινε, και όταν γελούσε, λες και γελούσαν οι πέτρες του δρόμου μαζί της.

Η Ανιώ μας είχε όμως και έναν... μυστικό έρωτα. Τον θείο μου Βασίλη. Όταν τη ρωτούσαμε πειραχτικά:

– «Ποιον αγαπάς, Ανούλα;»

Απαντούσε πάντα το ίδιο, με μάτια που έλαμπαν:

– «Τον Βασίλη του Μανώλη!» με την ιδιαίτερη προφορά της και το χτύπημα των χεριών της από χαρά.

Ένα καλοκαίρι ήρθαν στο χωριό δύο παιδιά από αλλού. Οι γονείς τους δούλευαν προσωρινά στον τρύγο εκεί κοντά και τα είχαν φέρει μαζί τους. Ήταν λίγο μαζεμένα στην αρχή, αλλά όταν τους καλέσαμε να παίξουν μήλα, ήρθαν. Ξεκινήσαμε το παιχνίδι όπως πάντα, και σε λίγο κατέφτασε η Ανιώ. Έτρεξε να μπει κι αυτή στον κύκλο. Και τότε, ένα από τα ξένα παιδιά γύρισε με ξινισμένο ύφος:

– «Ε, τι κάνει αυτή εδώ; Διώχτε τη!»

Όλος ο κόσμος πάγωσε για μια στιγμή. Η Πόπη γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια.

– «Ποια να διώξουμε;»

– «Αυτή… είναι χαζή. Είναι καθυστερημένη», είπε με ένα χαμόγελο ειρωνικό.

Δεν φωνάξαμε. Δεν εξαγριωθήκαμε. Απλώς, μιλήσαμε όλοι μαζί. Με μία φωνή.

– «Δεν είναι χαζή. Δεν είναι  καθυστερημένη. Είναι η Ανιώ.»

Ακολούθησε σιωπή. Και μετά, ο Μανώλης με σταθερή φωνή:

– «Αν θέλετε να παίξετε μαζί μας, η Ανιώ παίζει. Αν όχι, δεν πειράζει. Μπορείτε να φύγετε.»

Τα ξένα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Και τελικά είπαν:

– «Εντάξει… ας παίξει κι αυτή.»

Και έπαιξε. Έπαιξε όπως πάντα. Με χαρά. Με τα δικά της λάθη, τα δικά της πατήματα, με την παιδική της ψυχή.  Και τα άλλα παιδιά, σιγά σιγά, τη συνήθισαν. Τη δέχτηκαν. Και ίσως, τη θαύμασαν λίγο. Γιατί είδαν πώς τη φωνάζαμε. Πώς γελούσαμε μαζί της. Πώς τη βοηθούσαμε χωρίς να την κάνουμε να νιώσει λιγότερη. Πώς την αγαπούσαμε. Και στο τέλος, όταν έπεσε το φως κι η μπάλα ξέφυγε στο ρέμα, είδα το παιδί που την είχε διώξει, να τη βοηθάει να σηκωθεί απ’ το χώμα. Χωρίς λόγια. Με φυσικότητα. Όπως κάνεις σε κάποιον... δικό σου.

Εκείνο το καλοκαίρι μας έμαθε κάτι που κανείς μεγάλος δεν μας είχε διδάξει. Το πιο μεγάλο νόημα του παιχνιδιού δεν είναι το ποιος κερδίζει ή ποιος τρέχει πιο γρήγορα. Είναι το ίδιο το παιχνίδι. Μια μεγάλη αγκαλιά που να μας χωράει όλους. Η Ανιώ, με το κόκκινο φουστάνι και το όνειρό της να παντρευτεί τον Βασίλη, δεν ήταν ούτε "χαζή", ούτε "περίεργη". Ήταν η ψυχή του παιχνιδιού.

Πολλά χρόνια πέρασαν από τότε. Οι αυλές άδειασαν, οι φωνές χαμήλωσαν. Κάποιοι έφυγαν, κάποιοι μεγάλωσαν. Η Ανιώ δεν είναι πια κοντά μας — το ξέρουμε, έφυγε όπως έζησε: ήσυχα και με αγάπη. Αλλά κάθε φορά που βλέπω παιδιά να πετούν μια μπάλα στα μήλα,  ακούω μια φωνή μέσα μου να γελά και να λέει:

– «Τον Βασίλη του Μανώλη!»

Και ξέρω πως το παιχνίδι συνεχίζεται.


Σταυρούλα Δεκούλου

Ειδική Γραμματέας Δ.Σ. Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2025

"Αμαλία, μια χελώνα διαφορετική " της Σταυρούλας Δεκούλου

 



Πριν από σαράντα κάτι χρόνια, ζούσαμε στη Βούλα, σε μια μονοκατοικία υπερυψωμένη, με σκαλάκια γύρω-γύρω και έναν κήπο που την αγκάλιαζε σαν παραμύθι. Εκεί μέναμε: η μητέρα μου, ο πατέρας μου, η μικρή μου αδερφή κι εγώ. Ο κήπος μας δεν ήταν απλώς χώρος. Ήταν κόσμος ολόκληρος. Λεμονιές, συκές, τριανταφυλλιές, ντοματιές και κολοκυθιές που είχαν πλεχτεί στα κάγκελα κι απ’ τα φύλλα τους κρέμονταν φλάσκες κίτρινες κολοκύθες. Καναρίνια, παπαγαλάκια, και μια μάνα που κρατούσε τον κήπο λουλουδιασμένο σαν να τον είχε δανειστεί από παραμύθι.

Μια μέρα, ο πατέρας μου γύρισε από τη δουλειά κρατώντας στα χέρια του μια χελώνα. Το καύκαλό της ήταν ραγισμένο. Την είχε βρει χτυπημένη στο δρόμο και την είχε φέρει στο σπίτι, να τη φροντίσουμε. Να της δώσουμε μια ευκαιρία. Ήμασταν παιδιά και, όπως όλα τα παιδιά, δεχτήκαμε τη χελωνίτσα με ενθουσιασμό και χαρά μεγάλη. Η μικρή μου αδερφή την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και μετά από πολλή περισυλλογή και συζήτηση αποφασίσαμε να την ονομάσουμε Αμαλία.

Για εμάς η Αμαλία δεν ήταν μια απλή χελώνα. Ήταν φίλη μας. Ήταν μυστικό. Ήταν παιχνίδι. Την παρακολουθούσαμε με περιέργεια, σχεδόν δέος, όπως μόνο τα παιδιά μπορούν να κοιτάξουν ένα πλάσμα μικρό και σιωπηλό και να νιώσουν πως κρύβει έναν ολόκληρο κόσμο. Της βάζαμε μπροστά μικρά μπαλάκια, και γελούσαμε με την καρδιά μας καθώς εκείνη τα έσπρωχνε με το κεφαλάκι της, λες και έπαιζε μαζί μας.

Την ταΐζαμε καθημερινά –ψιλοκομμένες ντομάτες, μαρουλόφυλλα, φρούτα. Της δίναμε νεράκι με προσοχή και καθαρίζαμε το καύκαλό της με υγρό βαμβάκι, σχεδόν τελετουργικά, σαν να φροντίζαμε κάτι ιερό. Όταν ο ήλιος έγερνε, καθόμασταν δίπλα της στον κήπο και της λέγαμε ιστορίες –δεν ξέραμε αν καταλάβαινε, μα ξέραμε πως μας άκουγε. Σηκωνόταν αργά και πλησίαζε, όπως κάνει ένας φίλος που σε νοιάζεται, ακόμα κι αν δεν μιλά τη γλώσσα σου.

Παίζαμε μαζί της κρυφτό. Εκείνη κρυβόταν κάτω απ’ τις κολοκυθιές, κι εμείς τη ψάχναμε σαν να ψάχναμε θησαυρό. Κάθε της εμφάνιση ήταν νίκη. Κάθε μέρα μαζί της, δώρο. Την κουβαλούσαμε απαλά μέσα σε μικρά πανιά, της δίναμε όνομα και ρόλο στα παιχνίδια μας: μια μέρα ήταν γιατρός, άλλη μέρα ήταν βασίλισσα, άλλοτε απλώς καθόταν και μας παρακολουθούσε ενώ εμείς τρέχαμε γύρω από τον κήπο φωνάζοντας –μα πάντα ήταν εκεί. Η Αμαλία, η χελώνα μας. Το μυστικό της παιδικής μας ηλικίας.

Ώσπου, μια μέρα, η Αμαλία χάθηκε.

Στην αρχή το πήραμε σαν αστείο. Ίσως να κρύφτηκε καλά. Ίσως να μην ψάξαμε σωστά. Μα όσο περνούσαν οι ώρες, η καρδιά μας βάραινε. Ψάχναμε παντού. Κάτω απ’ τις ντοματιές, πίσω απ’ τις τριανταφυλλιές, δίπλα στη συκιά, ανάμεσα στις κολοκυθιές. Γυρίσαμε την αυλή δέκα φορές. Τίποτα. Σταθήκαμε σιωπηλές, σκύβοντας ξανά και ξανά στα ίδια σημεία, λες και η Αμαλία θα ξεπηδούσε απ’ το χώμα σαν θαύμα.

Η αδερφή μου, τεσσάρων χρονών τότε, ξέσπασε σε λυγμούς. Έκλαιγε όπως μόνο τα παιδιά μπορούν να κλάψουν –ολόψυχα, καθαρά, χωρίς να κρατούν τίποτα μέσα τους. Κι εγώ, έξι χρονών, έσφιγγα τα χείλη μου για να μην κλάψω μαζί της. Όχι επειδή δεν πονούσα, αλλά γιατί ένιωθα πως έπρεπε να είμαι δυνατή για εκείνη. Προσπαθούσα να πιστέψω ότι θα τη βρίσκαμε. Ότι θα εμφανιζόταν. Κάθε μέρα που περνούσε χωρίς την Αμαλία ήταν και μια μικρή ήττα.

Και πέρασε καιρός. Πολλές μέρες. Και εβδομάδες. Η ελπίδα έσβηνε σιγά σιγά, όπως σβήνει το φως στο τέλος μιας παιδικής μέρας. Ο κήπος μας ήταν ο ίδιος –και ταυτόχρονα όχι. Δεν είχε πια πλάκα το κρυφτό ανάμεσα στα φυτά. Δεν ψάχναμε με το ίδιο πάθος κάτω απ’ τα φύλλα. Γιατί εκεί δεν κρυβόταν πια η Αμαλία.

Μια μέρα, καθόμασταν με τη μαμά μας στο σαλόνι. Εκείνη έπλεκε, καθισμένη στην καφέ-βερικοκί πολυθρόνα της κι εμείς παίζαμε καθισμένες στο πάτωμα και βλέπαμε «Τον Παραμυθά». μια παιδική εκπομπή στην κρατική τότε τηλεόραση. Κι ενώ αγωνιούσαμε για το τί θα γινόταν με τη μάγισσα Κλοκό, ένας ήχος ακούστηκε από την πόρτα. Σαν κάτι να την ακούμπησε ελαφρά. Η μαμά σηκώθηκε, άνοιξε. Δεν υπήρχε τίποτα. Έκλεισε και ξανακάθισε πιάνοντας πάλι το πλεκτό της. Δεν πέρασε λίγη ώρα και ο ήχος επανήλθε. Η μαμά σηκώθηκε ξανά και πήγε στην πόρτα. Την άνοιξε, κοίταξε δεξιά, αριστερά, μπροστά. Κανείς.

Και τότε η μικρή μου αδερφή έδειξε κάτω, με το δαχτυλάκι της:

«Μαμά, μαμά! Η Αμαλία! Η Αμαλία!»

Και πράγματι. Ήταν εκεί. Μπορούσε να ήταν μια οποιαδήποτε χελώνα. Αλλά το μικρό ράγισμα στο καύκαλό της την πρόδωσε. Ήταν η δική μας χελώνα. Η Αμαλία είχε επιστρέψει. Είχε μεγαλώσει. Δεν καταλάβαμε ποτέ πού είχε πάει. Ούτε πώς βρήκε τον δρόμο της, ούτε πώς ανέβηκε τα σκαλιά για να φτάσει στην πόρτα μας.

Τις μέρες που ακολούθησαν την επιστροφή της, την προσέχαμε διπλά. Ήταν το θαύμα μας. Και τότε, σαν η φύση να θέλησε να μας εξηγήσει το γιατί της εξαφάνισης, είδαμε το εξής: Δύο μικρά χελωνάκια, καλά κρυμμένα ανάμεσα στις φράουλες και τα φυτά του πίσω κήπου. Τα κοιτούσαμε και εκείνα κοιτούσαν την Αμαλία. Δεν χρειαζόταν λέξεις. Η Αμαλία είχε χαθεί για να γίνει μητέρα. Κρυβόταν για να δημιουργήσει. Είχε φύγει για να επιστρέψει με κάτι από το μέλλον.

Εκείνα τα χρόνια, ζούσαμε πιο κοντά στη φύση. Ο κήπος μας μάς δίδαξε χωρίς να μιλήσει. Η Αμαλία ήταν ο πρώτος μας δάσκαλος. Μας έμαθε πως η αγάπη δεν έχει ανάγκη από λέξεις. Πως τα ζώα αισθάνονται. Ανταποκρίνονται. Αποδέχονται την αγάπη και την επιστρέφουν.

Κάποιοι λένε πως τα ζώα δεν θυμούνται. Πως λειτουργούν μόνο με ένστικτο. Ίσως. Αλλά εγώ θυμάμαι. Θυμάμαι την Αμαλία να σπρώχνει το μπαλάκι της. Να κρύβεται κάτω απ’ τα φύλλα. Να επιστρέφει από το πουθενά, σαν μνήμη που αρνείται να σβήσει.

Όταν ένα παιδί μαθαίνει να φροντίζει ένα ζώο, μαθαίνει να είναι άνθρωπος. Κι όταν ένας άνθρωπος βοηθά ένα πλάσμα που δεν έχει φωνή, τότε μεγαλώνει κάτι μέσα του που δεν φαίνεται με το μάτι' η ψυχή.

Η Αμαλία είναι χαραγμένη μέσα μου. Όχι σαν μια χελώνα, αλλά σαν μια μικρή πράξη αγάπης που άφησε ρίζες. Και όπως όλα τα σημαντικά πράγματα της ζωής, επιστρέφει. Ξεπηδά σαν εικόνα, σαν άρωμα, σαν ήχος.

Ίσως τελικά, μερικές αγάπες –ακόμα και χελωνίσιες– να μην φεύγουν ποτέ. Μένουν για πάντα στην καρδιά ενός παιδιού.


Σταυρούλα Δεκούλου

Ειδική Γραμματέας Δ.Σ. Ε.Ε.Λ. 

Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

"Έργα και Ημέρες του Πολύφημου" της Σταυρούλας Δεκούλου



Ήταν καλοκαίρι, γύρω στο ’95, τότε που ο χρόνος κυλούσε πιο αργά, σαν να είχε συμφωνήσει με τον ήλιο και τη γη να κρατούν τα πράγματα όπως ήταν. Στη Λαγκάδα, ένα μικρό χωριό 25 χιλιόμετρα απ’ τη Σητεία, όλα φάνταζαν σταθερά, ριζωμένα όπως οι ελιές στους ξερούς λόφους. Εκεί ζούσαν ο παππούς και η γιαγιά, άνθρωποι λιτοί, βαθιά δεμένοι με τον τόπο και τη ρουτίνα τους. Εμείς οι υπόλοιποι, μέναμε στην Αθήνα και κατεβαίναμε κάθε καλοκαίρι και στις διακοπές του σχολείου Χριστούγεννα και Πάσχα, λίγο για να ξεφύγουμε, λίγο για να θυμηθούμε ποιοι είμαστε.

Εκείνο το καλοκαίρι πήγαμε μαζί με τον θείο μου, νωρίτερα απ’ τους άλλους. Θυμάμαι πως ο ήλιος έκαιγε αλύπητα και τα τζιτζίκια είχαν στήσει το δικό τους ανελέητο πανηγύρι πάνω από τα αμπέλια. Ο θείος ήθελε να μου δείξει μια μικρή σπηλιά λίγο έξω απ’ το χωριό, προς το παλιό μονοπάτι που οδηγούσε στο ρέμα. Μου είχε πει πως παλιά τα παιδιά του χωριού κρύβονταν εκεί για παιχνίδια ή για να βρουν λίγη δροσιά. Κι εκεί, μες στο ημίφως και τη σκόνη, τον είδαμε.

Ένα μικροσκοπικό γατί, μουσταρδί, με λεπτές άσπρες ρίγες σαν ξέθωρες κλωστές πάνω στο τρίχωμά του. Ήταν κουλουριασμένο βαθιά μέσα στη σπηλιά, τα μάτια του γεμάτα τρόμο. Ή μάλλον… το μάτι του. Το άλλο, ένα θλιμμένο κενό, κλεισμένο και πληγωμένο, σαν κάποιος ή κάτι να του το είχε στερήσει. Ίσως αγρίμια, ίσως ανθρώπινο χέρι – κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά. Κάθισα σιωπηλή, ενώ ο θείος ψιθύρισε:

-  Θα τον πούμε Πολύφημο.

-  Επειδή έχει ένα μάτι; ρώτησα.

-  Ναι, και γιατί είναι μικρός αλλά φαίνεται σκληραγωγημένος σαν Κύκλωπας.

Στην αρχή, δεν μας πλησίαζε. Καθόμασταν έξω απ’ τη σπηλιά με λίγη γατοτροφή και νερό, μιλώντας του απαλά. Εκείνος στεκόταν ακίνητος, σαν να περίμενε το χειρότερο. Κάθε μέρα πηγαίναμε, κάθε μέρα το πιατάκι πλησίαζε λίγο περισσότερο προς το άνοιγμα. Κι ένα απόγευμα, καθώς καθόμασταν σιωπηλοί, βγήκε.

Έκανε δύο βήματα, μετά τρία, και τελικά ήρθε στο φως. Έτρωγε γρήγορα, νευρικά, κοιτώντας συνεχώς τριγύρω. Ήταν λιπόσαρκος, γεμάτος γρατζουνιές, αλλά στα μάτια του –εκείνο το ένα του μάτι– υπήρχε μια σπίθα. Όχι κακία. Επιβίωση.

Τον πήραμε πίσω στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Τον καθαρίσαμε, του φτιάξαμε ένα κουτί έξω απ’ το κατώφλι, του βάλαμε νερό και φαΐ. Ο παππούς, βαρύς από χρόνια στην καρέκλα του, σήκωσε το βλέμμα, τον κοίταξε και είπε:

- Αυτός θα φυλάει το σπίτι μας, όσο λείπετε.

Και το έκανε. Από την πρώτη κιόλας μέρα, ο Πολύφημος άρχισε να στέκεται έξω από την πόρτα. Δεν έμπαινε μέσα, ποτέ δεν τόλμησε. Όμως όπου κι αν πήγαινε η γιαγιά – στο περιβόλι, στο πηγάδι, ακόμα και μέχρι την εκκλησία της Αγίας Τριάδας – εκείνος από πίσω. Όχι χαδιάρης, όχι ζητιάνος. Αλλά σαν φρουρός ή σαν φίλος.

Ήρθε ο χειμώνας εκείνου του χρόνου, όχι τόσο σκληρός όσο στα βουνά, αλλά αρκετά ψυχρός για τη Λαγκάδα. Τα πρωινά ήταν γεμάτα ομίχλη και η υγρασία τρύπωνε μέσα στα κόκαλα. Η γιαγιά άναβε κάθε βράδυ το μαγκάλι, εκείνο το μικρό μεταλλικό μαγκάλι που έφερνε ζέστη στο σαλόνι και μια αχνή μυρωδιά από κάρβουνα.

Ο Πολύφημος, παρόλο που ζούσε πια κοντά μας, ποτέ δεν τολμούσε να μπει μέσα στο σπίτι. Κάθε βράδυ κουλουριαζόταν στην παλιά κουρελού, δίπλα στην εξώπορτα, στην μικρή εσοχή κάτω από τη σκάλα. Έμοιαζε με φάντασμα που προσπαθούσε να κρατήσει την αξιοπρέπειά του, να μην γίνει βάρος ή να δείξει αδυναμία.

Μια νύχτα, ο παππούς έκανε κάτι που κανείς δεν περίμενε. Άπλωσε το μπαστούνι του και άνοιξε την πόρτα. Αργά, με προσοχή κοίταξε τον γάτο. Ο Πολύφημος πρόβαλε το κεφαλάκι του, κοιτάζοντας με ένα μείγμα φόβου και ελπίδας. Ήταν σαν να περίμενε αυτή τη στιγμή, αλλά δεν ήθελε να την πάρει μόνος του.

Ο παππούς, με τα γερασμένα του χέρια, έδειξε στον Πολύφημο τον δρόμο προς το μαγκάλι. Εκείνος, με αξιοπρέπεια που μόνο τα ζώα έχουν όταν εμπιστεύονται, πέρασε μέσα, κάθισε ακριβώς δίπλα στην πηγή της ζέστης και σιγά σιγά, νιώθοντας την αναπνοή του παππού και της γιαγιάς γύρω του, έκλεισε τα μάτια του. Εκείνο το βράδυ, ο Πολύφημος κοιμήθηκε μέσα στο σπίτι για πρώτη φορά. Κι ο παππούς, με ένα αχνό χαμόγελο, φάνηκε να βρίσκει λίγη γαλήνη.

Ένα άλλο πρωινό που ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να λούζει με χρυσάφι τα λιόδεντρα, ακούστηκε ένας θόρυβος παράξενος και άγριος, σαν να παλεύουνε γάτες μεταξύ τους, αλλά πολύ πιο έντονος και απειλητικός. Οι γείτονες από τα διπλανά σπίτια βγήκαν στις αυλές τους ψάχνοντας την πηγή του κακού. Και τότε τον είδαν.

Ο Πολύφημος, με τη στάση του υπερασπιστή, είχε στηλώσει τα πόδια του και ήταν έτοιμος για μάχη. Αντίπαλός του ένα τεράστιο φίδι, πάνω από δυόμισι μέτρα, το οποίο είχε υψωθεί και φαινόταν να προσπαθεί να περάσει προς το σπίτι της κουμπάρας μας, που βρισκόταν απέναντι από το δικό μας. Ο γάτος δεν κουνιόταν ούτε βήμα, κοιτώντας το φίδι κατάματα, σαν να έλεγε: «Δεν περνάς». Ο θόρυβος μεγάλωνε, η ένταση ήταν διάχυτη στον αέρα. Οι γείτονες έτρεξαν έξω, είδαν τον κίνδυνο και με προσοχή, σκότωσαν το φίδι. Μόλις το φίδι απομακρύνθηκε, ο Πολύφημος κατέβηκε από τη θέση του, σήκωσε το κεφάλι περήφανα και συνέχισε τη βόλτα του στη γειτονιά ανακηρυγμένος πια ήρωας στα μάτια όλων.

Από εκείνη τη μέρα, κανείς δεν αμφέβαλλε πως ο Πολύφημος ήταν κάτι περισσότερο από ένας απλός γάτος. Ήταν φύλακας, προστάτης, και σύμβολο θάρρους.

Τα χρόνια κύλησαν και ο παππούς, κοντά τότε στα 95, νικημένος από την ηλικία του, χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο και ο Πολύφημος έμεινε πίσω, στο χωριό, να τον περιμένει με μάτια γεμάτα αγωνία και λύπη. Ήταν σα να ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Εγώ, τότε σπουδάζοντας στην Αθήνα, κατέβηκα στην Κρήτη για να είμαι κοντά στη μητέρα μου και κοντά στον παππού. Ο παππούς επέστρεψε σπίτι για τον ύστατο αποχαιρετισμό όπως συνηθίζεται στα χωριά.

Τη μέρα της κηδείας όλο το χωριό είχε συγκεντρωθεί στην εκκλησία. Και εκεί, στο πλήθος, ανάμεσα στους ανθρώπους που θρηνούσαν, ξεχώριζε ένα κανελί γατί. Ο Πολύφημος. Και δεν ήταν απλώς εκεί. Ακολουθούσε απαρηγόρητος την πομπή, αργά, με σεβασμό και θλίψη. Ήταν σαν να ήθελε να πει το τελευταίο αντίο στον άνθρωπο που είχε ανοίξει το σπίτι του για να μπει, τον άνθρωπο που τον είχε κάνει να νιώσει ασφαλής και αγαπητός. Ο κόσμος παρακολουθούσε σιωπηλός. Κανείς δεν μιλούσε για το γάτο, αλλά όλοι τον ένιωθαν μέσα τους σαν να ήταν μια ψυχή της οικογένειας που συμμετείχε στη λύπη τους.

Από τη μέρα που ο παππούς έφυγε, ο Πολύφημος δεν ήταν πλέον απλώς ένα πλάσμα που ζούσε κοντά στο σπίτι μας. Ήταν σύντροφος και φρουρός. Τώρα πια, περνούσε το κατώφλι του σπιτιού χωρίς φόβο. Καθόταν διακριτικά πάντα στο πλάι της καρέκλας του παππού, σαν να κρατούσε τη θέση του ζεστή, σαν να του έλεγε: «Εγώ είμαι εδώ τώρα». Δεν ανέβαινε ποτέ πάνω στα έπιπλα, δεν έκανε φασαρία, απλώς παρακολουθούσε. Τη γιαγιά, το σπίτι, τον χρόνο.

Όταν η γιαγιά τον φώναζε και δεν τον έβρισκε, εκείνος πήγαινε και της τραβούσε το κορδονάκι της ποδιάς, ένα πείραγμα παιχνιδιάρικο που της έβγαζε το πιο αγνό, ειλικρινές της γέλιο. «Αχ βρε Πολύφημε!» έλεγε, κι εκείνος καθόταν λίγο πιο πέρα, σαν να χαμογελούσε.

Μια μέρα, η γιαγιά τον είδε να κάθεται στην άκρη της εσοχής κάτω από τη σκάλα, εκεί που ήταν η κουρελού του. Δεν ήταν μόνος. Μπροστά του, σερβιρισμένο στο πιατάκι, έτρωγε μια γατούλα, μικρόσωμη, ντροπαλή αλλά ήρεμη. Ο Πολύφημος καθόταν λίγο πιο πίσω, με ευγένεια, σχεδόν με καμάρι. Δεν άγγιζε το φαγητό. Είχε φέρει το ταίρι του στο σπίτι του.

Από τότε, η γιαγιά έβαζε πάντα περισσότερο φαγητό στο πιατάκι του κι ο Πολύφημος – γάτος πια ώριμος – άρχισε να μοιράζεται τη ζωή του όχι μόνο με εμάς, αλλά και με την καινούργια του οικογένεια.

Τα χρόνια κύλησαν κι ο Πολύφημος γέρασε. Η περήφανη περπατησιά του έγινε πιο αργή. Η όρασή του, ήδη περιορισμένη από τον έναν του οφθαλμό, χειροτέρευε. Κάποιες μέρες, όταν σηκωνόταν από το κουρελάκι του, παραπατούσε. Τα αυτιά του δεν αντιδρούσαν τόσο γρήγορα στους ήχους. Κι όμως, κάθε μέρα, συνέχιζε να κάθεται δίπλα στη γιαγιά, να την ακολουθεί με τον δικό του σιωπηλό τρόπο. Ποτέ δεν ζητούσε τίποτα, απλώς ήταν εκεί. Παρών.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, λίγο πριν σουρουπώσει, τον είδαμε να ανεβαίνει αργά την ανηφόρα. Έσπρωξε την ξύλινη πόρτα με το κεφαλάκι του, μπήκε μέσα. Δεν γύρεψε φαγητό ούτε χάδι. Προχώρησε με αργά, βαριά βήματα μέχρι την καρέκλα του παππού. Εκεί, κοντοστάθηκε. Κοίταξε τη γιαγιά. Κάτι σαν νιάου βγήκε απ’ το στόμα του, μα περισσότερο έμοιαζε με ανάσα. Ύστερα γύρισε, βγήκε πάλι έξω στην εσοχή, στο παλιό του κουρελάκι. Κούρνιασε, έκλεισε τα μάτια του και... δεν ξύπνησε ποτέ ξανά. Ήταν ένας ύπνος χωρίς πόνο. Ένας αποχαιρετισμός χωρίς φασαρία. Ένα τέλος γεμάτο παρουσία.

Ο θείος μου, εκείνος που τον είχε πρωτοβρεί με το χτυπημένο ματάκι στη σπηλιά, τον πήρε τρυφερά στην αγκαλιά του. Σ’ ένα μικρό κομμάτι από του χωραφιού μας ανοίχτηκε ένας λάκκος, και δίπλα του φυτέψαμε λουλουδάκια. Ήταν το μνήμα ενός φίλου, όχι ενός ζώου. Ήταν η κατοικία εκείνου που μας είχε αγαπήσει χωρίς λόγια.

Μα η ιστορία δεν τελείωσε εκεί. Δεν πέρασαν πολλές μέρες, και μια γατούλα άρχισε να εμφανίζεται κοντά στο σπίτι. Κι από πίσω της, τρία μικρά κανελί γατάκια με άσπρες ρίγες.Ίδιο βλέμμα, ίδιο περπάτημα, ίδιο πείσμα. Έπαιζαν με τα φύλλα, αλλά πάντα πρόσεχαν τι γίνεται στον δρόμο. Κάθονταν στην άκρη και παρατηρούσαν, ακριβώς όπως έκανε ο Πολύφημος. Κι όλοι μας καταλάβαμε. Η ζωή συνεχίζεται. Όχι ίδια, αλλά με το αποτύπωμα εκείνου που πέρασε και φρόντισε.

Τα μικρά του Πολύφημου είχαν έρθει για να συνεχίσουν. Και τώρα, όταν τα καλοκαίρια ξαναγυρνάμε στη Λαγκάδα, πάντα περνάμε απ’ το χωράφι. Τα λουλούδια ανθίζουν. Κι ανάμεσά τους, συχνά βλέπεις κάποιο κανελί γατί να κουρνιάζει σιωπηλά. Σαν να προσέχει. Σαν να περιμένει.

Όπως ακριβώς έκανε κι εκείνος. Ο Πολύφημος. Ο γάτος με το ένα μάτι, την αξιοπρέπεια, τη σιωπηλή αγάπη και τη γενναιότητα που θα έμενε για πάντα στις καρδιές μας.


Σταυρούλα Δεκούλου
Ειδική γραμματέας Ε.Ε.Λ.