Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια κοπέλα, η Αναϊς, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην έρημο. Τα χρόνια της περνούσαν όμορφα και όχι ιδιαίτερα δύσκολα γιατί ήταν κόρη ενός από τους πιο πλούσιους νομάδες της ερήμου. Τα μετάξια και τα διαμάντια δεν της έλειπαν και η ζωή της ήταν άνετη και χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Όμως πάντα είχε ένα θλιμμένο ύφος, πάντα μια σκιά καθρεφτιζόταν στο βλέμμα της και το χαμόγελό της ήταν όχι αυτό που θα ταίριαζε σε μια κοπέλα της ηλικίας της.
Η αλήθεια είναι ότι η κοπέλα αυτή με τα μαβιά μάτια και τα κατάμαυρα μαλλιά είχε μια μοίρα παράξενη. Η μοίρα της ήταν να ερωτευτεί τη βροχή και να λατρέψει το ουράνιο τόξο. Όμως στην έρημο που ζούσε ποτέ μα ποτέ στη ζωή της δεν είχε δει βροχή. Ποτέ το πρόσωπό της δεν δροσίστηκε από το επουράνιο νερό ούτε από τις δροσερές σταγόνες μιας βιαστικής νεροποντής και ακόμα πιο σίγουρα τα ματάκια της ποτέ δεν τρεμόπαιξαν στη θέα των χρωμάτων της ίριδας. Δεν ήξερε πώς στα αλήθεια είναι ένα ουράνιο τόξο.
Τα χρόνια περνούσαν και η κοπέλα παρέμενε θλιμμένη και σοβαρή. Ένα αίσθημα ανικανοποίητου κατέκλυζε την ύπαρξή της. Η ψυχή της σαν να διψούσε για κάτι και ό,τι κι αν έκανε ποτέ το γέλιο της δεν ήταν ξέγνοιαστο και αληθινό. Πάντα μέσα του έκρυβε μια πίκρα, μια αδιόρατη σκιά θλίψης. Μια νύχτα είδε ένα παράξενο όνειρο. Στεκόταν στη μέση της ερήμου, γυμνή σχεδόν, και περπατούσε ξυπόλυτη, στην καυτή άμμο φορώντας μόνο ένα μαύρο ύφασμα που κάλυπτε το κεφάλι της, κρύβοντας έτσι το όμορφο πρόσωπό της και τα μαύρα γυαλιστερά μαλλιά της. Ενώ περπατούσε σκοντάφτοντας από τη ζέστη και την κούραση άκουσε μια φωνή σαν να ερχόταν από τον ουρανό.
- Ποτέ δε θα βρεις ησυχία και ποτέ η ψυχή σου δε θα βρει απανέμι αν δεν συναντήσεις εμένα, έλεγε η φωνή. Η μοίρα σου είναι δεμένη μαζί μου. Έλα να με γνωρίσεις και να με λατρέψεις. Να νιώσεις τη δροσιά μου στο κορμί σου και να γεμίσεις τα μάτια σου από τα χρώματα του σύμπαντος και των αιώνων.
Η κοπέλα ξύπνησε χωρίς να μπορεί να συνέλθει από το όνειρό της. Ξύπνησε και τη μάνα της μες στη νύχτα και της είπε,
- Μάνα, τι είναι η βροχή και πού θα τη βρω; Πρέπει να τη βρω καταλαβαίνεις ; Τώρα ξέρω γιατί όλα στη ζωή μου είναι άχρωμα και άδεια. Μια φωνή στον ύπνο μου με κάλεσε να πάω να βρω τη βροχή. Δεν ξέρω τι είναι κι όμως δεν έχω μυαλό για τίποτα άλλο από την ώρα που είδα αυτό το όνειρο, η φωνή αντηχεί στο κεφάλι μου. Μαμά φεύγω πρέπει να πάω να συναντήσω τη βροχή και τα χρώματα.
Μάταια η μάνα της προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη. Μάταια προσπάθησε να την πείσει πως τα όνειρα ήταν παιχνίδια του μυαλού και δεν θα έπρεπε να τα παίρνει στα σοβαρά. Η Αναϊς ήταν ανένδοτη. Προτού καλά καλά ξημερώσει είχε αφήσει την πολυτελή σκηνή της στην έρημο και περπατούσε με προορισμό το άγνωστο. Μαζί της, η πιστή της κουβερνάντα που δεν άντεξε να τη δει να φεύγει μόνη της μέσα στη νύχτα και φτιάχνοντας γοργά ένα μπόγο την πήρε στο κατόπι.
Μέρες και μέρες περπατούσαν χωρίς να σταματούν παρά μόνο για να κοιμηθούν το βράδυ ή να ξαποστάσουν για λίγα λεπτά πίνοντας λίγο νερό. Η νεαρή κόρη περπατούσε σαν μαγεμένη χωρίς να ξέρει και η ίδια που πήγαινε. Μια ανίκητη δύναμη οδηγούσε τα βήματά της. Και αυτή παραδομένη ακολουθούσε το πεπρωμένο της. Παράξενο, πώς μια κοπέλα στην ηλικία της να μην έχει δει ποτέ στη ζωή της τη βροχή. Αστείο παιχνίδι της μοίρας, να έχει φτιάξει για ένα κορίτσι μια πορεία την οποία δεν της φανέρωσε ποτέ. Σαν να ζούσε μέσα σε μια γυάλα που ξαφνικά έσπασε κι εκείνη άρχισε να τρέχει προς κάθε κατεύθυνση μέχρι να ανακαλύψει που να πάει.
Κάποια μέρα, και είχαν περάσει αλήθεια πάρα πολλές, τόσες πολλές που τα ρούχα της σκίστηκαν και πράγματι βρέθηκε να περπατάει σχεδόν μισόγυμνη μ’ ένα μαύρο μαντήλι να καλύπτει το πάνω μέρος του κορμιού της, όπως στο όνειρό της τόσον καιρό πριν, ο ουρανός φάνηκε να σκουραίνει. Παράξενο, ήταν ακόμα μέρα. Ξαφνικά σαν να άλλαξε η τάξη πραγμάτων μπροστά στα μάτια της. Η πραγματικότητα σαν να αναπροσαρμόστηκε σε μια νέα αλήθεια και βρέθηκε μαζί με την γκουβερνάντα της μπροστά σε μια μικρή όαση. Ψηλά δέντρα με πυκνό φύλλωμα χάριζαν μια πλούσια σκιά και μια μικρή λίμνη σε έκανε να ξεχνάς ότι βρισκόσουν στο μέσο της Ινδίας. Ζώα έφταναν εκεί να πιουν από το δροσερό νερό που τόσο απλόχερα ο Θεός των Πάντων χάριζε στα διψασμένα ζωντανά ενώ πουλιά σταματούσαν να ξαποστάσουν και να γευτούν τους νόστιμους χουρμάδες και τις μυρωδάτες μπανάνες. Ένας παράδεισος στη μέση του πουθενά, σαν θαύμα από πάντα αναμενόμενο, σαν ελπίδα στην απελπισία, σαν φως στο σκοτάδι.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε όαση η όμορφη κόρη, όμως αυτή τη μάγεψε. Απέμεινε να την κοίτα αμίλητη και τα όμορφα μάτια της δε χόρταιναν από ό,τι αντίκριζαν. Όμως σύννεφα αρχίσαν να μαζεύονται πάνω από τον ουρανό του μικρού παράδεισου και το γαλάζιο έδωσε τη θέση του σ’ ένα αχνό γκρι που αργότερα σκούρυνε κι άλλο, σκοτεινιάζοντας τα πάντα γύρω του. Δεν άργησε πολύ, προτού η πρώτη σταγόνα βροχής αγγίξει το πρόσωπό της. Ένας δροσερός άνεμος είχε ήδη αρχίσει να φυσάει κάνοντας τις πρώτες σταγόνες της βροχής να χορεύουν τριγύρω προτού καταλήξουν στον προορισμό τους. Η όμορφη μελαχρινή, κοιτούσε μαγεμένη όλα αυτά τα βρόχινα δάκρυα που έρχονταν από το πουθενά και κατέληγαν πάνω στο πρόσωπο και το κορμί της, δροσίζοντάς τη πρωτόγνωρα.
Η μια μετά την άλλη οι σταγόνες της βροχής μούσκεψαν πρώτα το πρόσωπό της και μετά όλο της το σώμα κι εκείνη αφέθηκε σε έναν οργασμό συναισθημάτων και αισθήσεων που όμοιό του δεν είχε ξανανιώσει ούτε φαντάστηκε ότι θα ένιωθε ποτέ. Ούτε στις πιο κρυφές συζητήσεις με τις φίλες της και τις πιο μεγάλες γυναίκες της φυλής της δεν άκουσε ποτέ ότι υπήρχαν τέτοιες αισθήσεις και ότι μπορούσε να ζήσει ένα τέτοιο μεθύσι από χημικές εκρήξεις μέσα στο ίδιο της το κορμί.
Και η Αναϊς ερωτεύτηκε. Ερωτεύτηκε κάθε υδάτινη σταγόνα που την άγγιξε, κάθε σύννεφο που της την χάρισε και όταν στο τέλος της βροχής είδε να σχηματίζεται στον ορίζοντα μια πολύχρωμη γέφυρα από τα χρώματα του κόσμου, έκλαψε. Έκλαψε από χαρά γιατί το ταξίδι της είχε τελειώσει. Έκλαψε από ανακούφιση γιατί είχε βρει το πεπρωμένο της. Έκλαψε γιατί ξαφνικά η καρδιά της ξεχείλιζε από αγάπη κι έρωτα και το γέλιο της ακουγόταν κελαρυστό πια και όχι άψυχο. Προσπάθησε ν’ απλώσει τα χέρια της ν’ αγγίξει το ουράνιο τόξο και τότε το πρόσωπό της βάφτηκε με όλα του τα χρώματα και στο κεφάλι της μεταξωτά υφάσματα έφτιαξαν ένα όμορφο τουρμπάνι μόνο για κείνη.
Η ύπαρξή της ξαφνικά έγινε αέρινη. Δεν ήταν πια ανθρώπινο πλάσμα, αλλά νύμφη, νεράιδα, ξωτικό. Ένα πλάσμα χωρίς γήινη υπόσταση. Ένα πλάσμα με γέννηση, αλλά χωρίς θάνατο, προορισμένο να ζει στα βάθη των αιώνων να συντροφεύει τη βροχή, να χορεύει μαζί με τις σταγόνες της και να ξαποσταίνει πάνω στη έγχρωμη γέφυρα, όχι πια ως η Αναϊς , αλλά ως η Κυρά της βροχής και η Αφέντρα του ουράνιου τόξου.
Σταυρούλα Δεκούλου
Εξαιρετικό !!!!!Τα λόγια μπροστά σ αυτό που δημιουργεί η πένα σου είναι φτωχά!!!Συγχαρητήρια Σταυρούλα μου!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ χαρά μου... γλυκά σε φιλώ !!!
ΔιαγραφήΜαγεύτηκα από την κυρά της Βροχής! Υπέροχο παραμύθι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαιρό είχα να περάσω από εδώ, θα διαβάσω όσα έχασα...
Φιλάκια!
Καλησπέρα Ελένη μου, καλό φθινόπωρο να έχουμε.
ΔιαγραφήΕλειπα κι εγώ ενάμιση μήνα μακριά από την Αθήνα και απείχα κι εγώ πολύ !!!
Τωρα ξεκινώ σιγά σιγά να σας διαβάζω.. φιλιά πολλά σου στέλνω !
Χίλια ευχαριστώ !
Σε φιλώ !
Σταυρούλα μου, σαν το χέρι σου ξεκινάει να γράφει παραμύθι, αφήνομαι τη μαγεία του....! στον λυρισμό του, στους όμορφους κόσμους του, στα νοήματά του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ευχαριστήθηκε η ψυχή μου και τούτο εδώ....! ειλικρινά.
Τα φιλιά μου.
Γιάννη μου, γλυκό απομεσήμερο σου εύχομαι.
ΔιαγραφήΣαν στέκεσαι εσύ/εσείς στα λόγια μου πάει και εμένα το όνειρο ένα βήμα παρακάτω... σε φιλώ με αγάπη !
Η Αναΐς της βροχής! Ανάλαφρο και ομορφότατο! Ευχαριστούμε, Σταυρούλα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ ταπεινά ευχαριστώ που συνοδέψατε τους λογισμούς μου ως την κάθαρση !
Διαγραφή