Απόκαμα να θωρώ τ’ άλικο να ξοδεύεται
σε ρυπαρά σεντόνια.
Λησμονημένες υποσχέσεις
σαν μολυβένια ενώτια
κάμπτουν την κεφαλή μου.
Κοντεύω να ξεχάσω το χρώμα τ’ ουρανού,
την όψη του σύγνεφου, που μου ‘δειχνες
απ’ της ψυχής σου τον φεγγίτη.
Κάνε τις λέξεις φτερά και πέτα, έλεγες...
Τώρα Ικάρους σιάχνεις και μειδιάς’
μα στον ήλιο κοντά, θανή θα κοινωνήσουν,
ονείδους πληρωμή.
Πέρασαν οι εποχές των ποιητών άραγε;
Πού κρύβονται οι αιμάτινες λέξεις,
τα δακρυσμένα φεγγάρια,
τα πυρωμένα κάρβουνα, πού ;
Πώς έπαψε το φιλί να μαρτυρά δυόσμο
και η ανάσα ασθμαίνουσα να κοινωνά
της νόησης την κορύφωση;
Διαδαλώδεις της ψυχής οι διαδρομές
οδηγούν στου Μινώταυρου την επαίσχυντη κλίνη.
Η άκρη του μίτου, δεμένη στης ψυχής τα εσώτερα
στην αυγή μ’ οδηγεί'
και στα μάτια των ιλαρών
δρυς αναδύομαι που τον χρόνο νικά
και τα νέφη διακορεύει.
13/7/16
Βrooke Shaden Photography
Ένα από τα πρώτα ποιήματά σου που διάβασα. Προκαλεί εντύπωση ο ζυγισμένος συνδυασμός υπερρεαλισμού με λυρισμό, λογική έκφραση και δράμα. Καλησπέρα, Συαυρούλα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα Γιώργο. Το άλικο κι εγώ σε καλωσορίζουμε στης ψυχής μας το μετερίζι !
Διαγραφή