Κάθε που κουράζεται η ψυχή από τα τόσα της ζωής ταξίδια, αρχίζει η ποίηση κι αναβλύζει απ' τα εσώτερά μας και οι στίχοι πλέκουν ένα δίχτυ ασφαλείας να μας σώσει από το βάραθρο του χάους κάθε που πηδάμε στο κενό...

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΑΝΕΜΟΣ


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο Άνεμος. Ναι, ο Άνεμος. Αυτός ο αόρατος που κάνει τα σύννεφα να τρέχουν στον ουρανό και που σηκώνει τα κύματα στη θάλασσα. Αυτός που κάνει τα φύλλα να θροϊζουν και τη ζεστή σάρκα ν’ ανατριχιάζει στο άγγιγμά του.

Ένα δειλινό, σε μιαν ακρογιαλιά και ενώ για μία ακόμα φορά έκανε τα νερά να σκιρτούν, είδε μια γυναικεία μορφή να βγαίνει από τη θάλασσα. Το πιο φυσικό θα ήταν να την προσπεράσει και να συνεχίσει το αντάριασμα του νερού, όμως εκείνος στάθηκε και η ορμή του κόπασε. Απέμεινε σιωπηλός να κοιτάζει τη μισόγυμνη γυναίκα, που τα νερά έτρεχαν ακόμα απάνω της. Την πλησίασε σιωπηλά και μύρισε την αλμύρα στο κορμί της, το άρωμα που η αδερφή του η θάλασσα είχε ποτίσει το δέρμα της.

Και ο Άνεμος ερωτεύτηκε . Εκείνη, σαν να ένιωσε κάποιον γύρω της και τινάχτηκε.

- Ποιος είναι εκεί, ρώτησε, αλλά απόκριση δεν πήρε.

Ο ‘Ανεμος έμεινε γύρω της ασάλευτος, αθόρυβος μην την τρομάξει πιο πολύ.

- Τι να σου πω και πώς να με ακούσεις; είπε εκείνος.

- Ποιος μίλησε; ξαναφώναξε εκείνη.

- Με ακούς; ρώτησε αυτός, χωρίς να καταλαβαίνει ποια μυστική δύναμη είχε ταράξει την ασπίδα που εμπόδιζε θνητούς να δουν και ν’ ακούσουν πλάσματα σαν κι αυτόν.

- Ναι, σε ακούω. Ποιος είσαι; Πού είσαι; ξαναφώναξε εκείνη.

- Είμαι ο Άνεμος, αποκρίθηκε εκείνος.

Η κοπέλα είδε ξαφνικά τον αέρα μπροστά της να πυκνώνει και να σχηματίζεται η μορφή ενός άνδρα. Τα μάτια του ήταν αφύσικα γκρίζα μες στο σκοτάδι και η μορφή του διάφανη. Δεν πατούσε πουθενά, αιωρείτο. Άπλωσε το χέρι της να τον αγγίξει κι ένιωσε στη σάρκα της την παγωμένη πνοή του Ανέμου. Τα δάχτυλά της χάιδεψαν τη μορφή της θείας οντότητας, αλλά εκείνος δεν ένιωσε τίποτα.

- Είσαι τόσο παγωμένος , του ψιθύρισε.

- Εγώ δε μπορώ να σε νιώσω, της είπε. Είναι η κατάρα της αθανασίας. Τίποτα γήινο δε μπορεί να μας αγγίξει, καμιά άισθηση δεν μπορεί να φτάσει στον πυρήνα του είναι μας.

Η νύχτα περνούσε και τα δυο πλάσματα, θνητό και αθάνατο, γυναίκα και άνδρας, προσωρινό και αιώνιο έμεναν εκεί. Μιλούσαν σιγά, κινούνταν ελάχιστα και πλησίαζε ο ένας τον άλλον. Πλησίαζαν και πλησίαζαν και ξαφνικά ο αέρας δάκρυσε, αλλά δεν ένιωσε τα δάκρυά του. Και το κορίτσι τον άγγιξε, αλλά δε χάρηκε τη ζεστασιά της. Τα χείλη της πλησίασαν τα δικά του, αλλά ενώ εκείνη ρίγησε αυτός δεν έιχε τη γεύση της στα χείλη του.

Οι μέρες περνούσαν και οι δυο εραστές μεγάλωναν την αγάπη τους. Ήταν πραγματικά απίστευτο πώς συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όλα τα αιώνια πλάσματα της γης χαίρονταν μα και ζήλευαν τους δυο παράταιρους εραστές, που όμως αλληλοσυμπληρώνονταν σαν δυο σταγόνες νερό, σαν δυο ριπές ανέμου, σαν δυο αχτίδες φωτός. Ο Άνεμος όμως δε μπορούσε να νιώσει την αγαπημένη του. Το σμίξιμό τους άφηνε σε κείνη μιαν αίσθηση θεία ενώ σε εκείνον το απόλυτο κενό. Έπαιρνε χαρά μόνο από τη χαρά της και αικνοποίηση από κάθε λάμψη στα μάτια της, αλλά λαχταρούσε να τη νιώσει όσο πολύ την αγαπούσε.

Κάποτε μην αντέχοντας άλλο, γύρισε τα μάτια του στον ουρανό και έκλαψε. Έκλαψε τόσο δυνατά και τόσο πολύ που το υπέρτατο όν τον λυπήθηκε. Ένιωσε την απελπισία στην καρδιά του τόσο μεγάλη που φοβήθηκε πως αν δεν εβρισκε μια λύση σύντομα ο πόνος του Ανέμου θα γινόταν ανεμοστρόβιλος που θα κατέστρεφε τα πάντα στο πέρασμά του.

- Άνεμε, του φώναξε μια μέρα. Άνεμε, με ακούς ;

- Σε ακούω άρχοντά μου, απάντησε εκείνος με φωνή που έσταζε δυστυχία.

- Αφού είναι τόσο ανυπόφορα οδυνηρό για σένα, θα σου χαρίσω το δικαίωμα να νιώθεις και να αισθάνεσαι την αγαπημένη σου, αλλά θα απαρνηθείς την αθανασία. Θα γίνεις θνητός και ευάλωτος σε καθετί που μπορεί να βλάψει τους ανθρώπους, θα γεράσεις, θα πονάς και θα αρρωσταίνεις όπως εκείνοι και θα χάσεις όλες τις θείες δυνάμεις σου. Ό,τι θες θα το αποκτάς με τον μόχθο σου και μόνο.

- Ναι, άρχοντά μου, σε ευγνωμονώ για τη μεγαλοσύνη σου. Είμαι διατεθιμένος να απαρνηθώ τα πάντα για χάρη της.

- Ας είναι, απάντησε το υπέρτατο ον. Πάρε την αγαπημένη σου και πήγαινέ την στην άκρη ενός γκρεμού που από κάτω θα είναι θάλασσα. Βάλε τη μεσα και αφού ξανοιχτεί στη θάλασσα, βούτα στα νερά του ωκεανού από την κορυφή του γκρεμού. Πέφτοντας στο νερό οι δυνάμεις σου θα σκορπίσουν στο νερό και εσύ θα αναδυθείς θνητός.

- Τρέχω άρχοντά μου, τρέχω, φώναξε ο Άνεμος και γύρισε να πάει στην αγαπημένη του να της πει τα νέα.

- Πρόσεχε Άνεμε, αν ανέβεις εκεί πάνω και δεν πέσεις στο κενό πριν η βάρκα χαθεί στα ανοιχτά, εσύ θα μείνεις για πάντα θεός κι αυτή θνητή και δεν θα την ξανανταμώσεις ποτε.

- Κατάλαβα, φώναξε εκείνος και άρχισε να τρέχει.

Λίγο πριν τη δύση του ήλιου η Νεφέλη ήταν ήδη μέσα σε μια βάρκα στη θάλασσα και ο Άνεμος ετοιμαζόταν να πηδήξει από τον γκρεμό στα άπατα νερά του ωκεανού, ταξίδι στη λύτρωση. Εκέινη την ώρα όμως άνθρωποι κακοί πάνω σε μια βάρκα είδε να πλησιάζουν την αγαπημένη του. Της μίλαγαν πρόστυχα και προσπαθούσαν να πλευρίσουν τη βάρκα. Προσπαθούσαν να την πιάσουν, να λαβώσουν τη σάρκα της και να σκοτώσουν την ψυχή της. Εκείνος ήταν μακριά. Δε μπορούσε να τη βοηθήσει. Εκείνη πάλι δεν τράβαγε κουπί να απομακρυνθεί να σωθεί, μην τάχα και χαθεί από τη ματιά του και μαζί της χαθεί και η μοναδική ευκαιρία που ειχαν να ζήσουν στον κόσμο μαζί.

- Νεφέλη, τράβα κουπί, απομακρύνσου, της φώναξε.

Αυτή όμως δεν τολμούσε να κουνηθεί και τα κτήνη πλησίαζαν. Μπορούσε ακόμη να ακούσει τι έλεγαν τα στόματά τους ότι θα της έκαναν. Μπορούσε να νιώσει ακομα τη μάυρη ψυχή τους και το φαρμάκι που ειχαν για αίμα στις φλέβες τους. Και όλο πλησίαζαν... όλο πλησίαζαν.

Όμως ο Άνεμος δε θα μπορούσε ποτέ να αφήσει την αγαπημένη του να πάθει κακό, όποιο και να ήταν το τίμημα. Με όλη τη θείκή του πνοή φύσηξε δυνατά και ξαναφύσηξε και τα κύματα σηκώθηκαν στο άκουσμα του θεού και παρέσυραν μακριά τα ανθρώπινα μιάσματα. ‘Οσο φυσούσε όμως για να πάει τους εχθρούς μακριά ξεμάκραινε και η βάρκα της αγαπημένης του. Ξεμάκραινε όλο και πιο πολύ ώσπου στο τέλος χάθηκε από τα μάτια του. Και μαζί με την εικόνα της χάθηκε και τ’ όνειρό τους.

- Νεφέλη, φώναξε ξεψυχισμένα. Νεφέλη, αγάπη μου. Αντίο, αγάπη μου, ψιθύρισε και χάθηκε στον ουρανό ηττημένος.

Η Νεφέλη όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί, έπεσε στα ανοιχτά της θάλασσας και εκανε τα παγωμένα νερά αιώνια κατοικία της. Νυμφεύτηκε το θάνατο γιατί έκανε το λάθος να διεκδικήσει τη ζωή. Ο Άνεμος δεν έμαθε ποτέ για το τέλος της αγαπημένης του, ούτε η αδερφή του η Θάλασσα τόλμησε ποτέ να του το ξεστομίσει. Στα άπατα βάθη της έφτιαξε έναν τάφο αντάξιο της αγάπης που είχε ο αδερφός της στη Νεφέλη και την κράτησε για πάντα εκεί.

Ο Άνεμος πιστεύοντας πως η αγαπημένη του ζει, συχνά ανοίγεται στα πέλαγα και ψάχνει να τη βρει. Και όταν αποκαμωμένος και απογοητευμένος πια καταλήγει στο πουθενά, θυμάται πόσο κοντά έφτασε στην ευτυχία και πόσο άδικα την έχασε μέσα από τα χέρια του. Τότε θυμώνει και στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό του τόσο γρήγορα που οι ανεμοστρόβιλοί του μπορούν να προκαλέσουν την υπέρτατη καταστροφή πάνω στη γη. Μια λυσσασμένη δύναμη που κανείς δεν μπορέι να τη δαμάσει.

Την επόμενη φορά που θα δείτε τις καταστροφές που προκαλεί ένας τυφώνας , σκεφτείτε τον πόνο που προκάλεσε η απώλεια μιας αγάπης όταν μια παράξενη νύχτα μια γυναίκα, η Νεφέλη και ένας θεός ο Άνεμος συναντήθηκαν σε μια ακροθαλασσιά .


ΤΕΛΟΣ









































20 σχόλια:

  1. Πόσο όμορφο κι αυτό!
    Αυτό είναι το μεγαλείο της αληθινής αγάπης όμως: να ξεφύγεις από τον εγωισμό.
    Να'σαι καλά Σταυρούλα μου!
    Πολλά γλυκά φιλιά :)))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Όποιος αγαπά είναι έτοιμος για όλα Αριστέα μου και όπως είπε και η Μήτση Βαλάκα στο βιβλίο της ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΔΕΝ ΦΟΡΑΝΕ (ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ - θα προσθέσω ΕΓΏ) ΝΥΦΙΚΟ !
      Φιλιά πολλά !!!

      Διαγραφή
  2. Επίσης υπέτοχη ιστορία!!! Συγχαρητήρια για τον έπαινο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Συγχαρητήρια!
    Πολύ καλό και αυτό.
    Αγαπω κάθετι που εμπεριέχει ανέμους..
    Να είσαι καλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κι εγώ τους αγαπώ πολύ τους ανέμους, Κική μου !
      Τους χρησιμοποιώ πολύ και στα ποιήματά μου !!!
      Εσύ να εισαι καλά που ομόρφυνες το σπιτικό μου με την παρουσία σου !

      Διαγραφή
  4. Το έχεις να μεταφέρεις με τα παραμύθια σου ομορφες εικονες πολύ όμορφο και αυτο το παραμυθι σου Σταυρουλα..να περνας ομορφα οτι και να κανεις φιλακιααα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σμαραγδένια μου, για μένα τα παραμύθια ειναι ένας τρόπος να ταξιδεύω μαζί με τους αγαπημένους μου !
      Καλώς σε βρήκα :))
      Σε φιλώ με αγάπη !!!

      Διαγραφή
  5. Πάρα πολύ όμορφο, μου θύμισε αρχαία τραγωδία!
    Μου άρεσε Τόσο!

    Γαβριήλ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Πολύ όμορφη και συγκινητική η ιστορία σου! Ένας ύμνος στην αγάπη και μια διδαχή ότι οι μεγάλες αγάπες δεν επιζούν στην καθημερινότητα των ανθρώπων!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. ...έτσι είναι όπως και ότι οι μεγάλες αγάπες κρίνονται την ώρα των μεγάλων αποφάσεων !!
      Καλή σου μέρα !!

      Διαγραφή
  7. Σταυρούλα μου εύγε για τα τόσο όμορφα που γράφεις!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πόση χαρά να σε ανταμώνω στο σπιτικό μου, Μαίρη μου !
      Εδώ αναπαύονται οι λογισμοί μου, πριν ταξιδεψουν. Σε φιλώ με αγάπη.
      Την καλύτερη καλημέρα μου χάρισες !!

      Διαγραφή
  8. Σήμερα κατάφερα να το διαβάσω Σταυρούλα μου και μαγεύτηκα!!! Υπέροχη και τόσο συγκινητική ιστορία!
    Δίκαια βραβεύτηκε κι αυτή!
    Μπράβο σου!!!!
    Σε φιλώ
    Μαρίνα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλό μηνα Μαρινα μου !!!
      Μια βοδμάδα έκανα να φτάσω ως εδώ ... βγάζει δοντάκια η πιο μικρή μου και έχω κάνει τη νύχτα μέρα !
      Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε. Διάβασα και τον απολογισμό σου... υπέροχος, όπως κι εσύ !
      Σε φιλώ γλυκά γλυκά !

      Διαγραφή