Κι εσύ περήφανη κόρη
με τους απύθμενους ωκεανούς των ματιών σου'
ποια λησμονιά φθινοπωριάζει το βλέμμα σου
και γεννά πρωτοβρόχια,
κάθε που πεταρίζεις τα βλέφαρά σου;
Πάντα, στους μαστούς σου,
οι θνητοί χόρταιναν με νέκταρ των αιώνων
και 'ρωτεύονταν το φως.
Τώρα,
με δάκρυα ξεδιψάς την απορία μας και κοιμίζεις την ψυχή μας.
Μα εγώ, είμαι ακόμα εδώ
κι αγναντεύω μια κόκκινη κορδέλα,
δεμένη στην άκρη των δαχτύλων σου.
Μ' αυτή δέσε τα όνειρά μας
και άσε τα ν' ανέλθουν στα σύννεφα
να τα φιλήσει ο Βαρδάρης.
Πέρασαν τετρακόσιοι χειμώνες,
κι άλλα πέντε χρόνια
που η άνοιξη λησμόνησε να 'ρθει.
Πόσο τρυφερό, από μία μανούλα... Υπέροχο πραγματικά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχες σκέψεις!
Γλυκιά μου Μαρία. Σε ευχαριστώ τόσο πολύ. Νομίζω πως αν δούμε το κάθετί απέναντί μας σαν κομμάτι μας, θα μάθουμε να μην πονάμε τους άλλους Γλυκιαν αυγή κορίτσι μου !
Διαγραφή