Κάθε που κουράζεται η ψυχή από τα τόσα της ζωής ταξίδια, αρχίζει η ποίηση κι αναβλύζει απ' τα εσώτερά μας και οι στίχοι πλέκουν ένα δίχτυ ασφαλείας να μας σώσει από το βάραθρο του χάους κάθε που πηδάμε στο κενό...

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019

Η ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΙΣ ΥΑΙΝΕΣ




Ήταν κάποτε ένα κορίτσι γελαστό, απροβλημάτιστο, έξω καρδιά. Νόμιζε πως όλος ο κόσμος ήταν καλός και ειλικρινής σαν και κείνο και είχε χρώμα ροζ. Κι όσο κι αν προσπαθούσε αλλιώς να τον δει πάντα ροζ τον έβλεπε. Ροζ ο κόσμος όλος και όλοι οι άνθρωποι καλοί κι ευγενικοί και φίλοι της. Με αυτούς τους ανθρώπους, με αυτούς τους φίλους λοιπόν περνούσε το χρόνο της, έβγαινε τα βράδια και διασκέδαζε, χόρευε και γελούσε. Ώσπου μια νύχτα είδε τα πρόσωπα πίσω από τις μάσκες. Είδε τα σφιγμένα δόντια πίσω από τα χαμόγελα. Είδε τα παγωμένα μάτια, τα άψυχα κόρμιά. Όχι, δεν μπορoύσε να ήταν αλήθεια. Ήταν δυνατόν; Ναι, ήταν. 

Αυτοί δεν ήταν άνθρωποι. Ήταν ύαινες. Είδε τα άσχημα σαγόνια τους κι άκουσε το φριχτό ουρλιαχτό τους. Μύρισε τη βρωμερή ανάσα τους. Ήταν πολλά τα αγρίμια και ήταν μόνη της. Ήταν αδύνατον να νικήσει, να ξεφύγει, να σωθεί, την είχαν κυκλώσει. Μπορούσε μόνο να περιμένει να τελειώσουν το άρρωστο φαγοπότι τους. Ήξερε πως δεν ήταν εύκολο κι ούτε θα τελείωνε γρήγορα. 

Όλος ο κόσμος άλλαξε εκείνη τη νύχτα. Τα χρώματα άλλαξαν, οι διαστάσεις τους σύμπαντος άλλαξαν. Το παρόν με το παρελθόν μπλέχτηκαν. Το τώρα και το ποτέ έγιναν ένα. Η απόγνωση και η ελπίδα μπερδεύτηκαν. Απόγνωση γιατί η αυγή ήταν ακόμα μακριά, ελπίδα γιατί κάποτε θα ξημέρωνε. Μια σκέψη χαράχτηκε στο μυαλό της. Τι κι αν σου πάρουν το κορμί, η σάρκα είναι φθαρτή. Την ψυχή σου δε μπορεί να την αγγίξει κανείς. Κανένα χέρι δε μπορεί να αγγίξει το άυλο. Η ψυχή σου θα μείνει εκεί μέσα βαθειά κρυμμένη, δε θα σου τη λερώσει κανείς. Γαντζωμένη σε αυτή τη σκέψη, έπαψε να νιώθει, έπαψε να αισθάνεται και κάρφωσε το βλέμμα της στο παράθυρο περιμένοντας το πρώτο φως της μέρας να φανεί. Κι άργησε τόσο μα τόσο να φανεί.

Κάποτε ξημέρωσε. Οι ύαινες έβαλαν και πάλι τις χαμογελαστές, καθώς πρέπει μάσκες τους. Τα μάτια τους έγιναν και πάλι ανθρώπινα κι εκείνη μαζεύοντας τα κομμάτια της σερνόμενη γύρισε στο σπίτι, στη δική της φωλιά. Στο δικό της κόσμο, στη δική της ψυχή όμως ήταν ακόμα νύχτα. Το ρολόι είχε σπάσει εκείνο το βράδυ και οι δείκτες γυρνούσαν σαν τρελοί. Βρισκόταν εκτός τόπου και χρόνου με μια παγωμένη ψυχή κι ένα κομματιασμένο κορμί. Η σάρκα της αιμορραγούσε, φλεγόταν μα τα δάκρυά της ούτε να την καθαρίσουν μπορούσαν ούτε να την δροσίσουν. Μα εκείνη δεν μπορεί να ουρλιάξει μήτε να μιλήσει. Και ο βουβός πόνος είναι πόνος αγιάτρευτος που στοιχειώνει την πραγματκότητα και τα όνειρα. 

Σύρθηκε στη μέσα πλευρά της ντουλάπας της. Ήθελε να κρυφτεί από όλους, να ξεχαστεί και να πεθάνει εκεί, να σταματήσει να νιώθει, να σκέφτεται, να υπάρχει. Το λεπίδι που κρατούσε στα χέρια της ήταν πολύ κοφτερό. Μια απόφαση ήταν… λίγο κουράγιο ήθελε μόνο και όλα θα τελείωναν. Ο πόνος, η ενοχή, η σιχασιά, η ντροπή. Ναι, η ντροπή.. πόσο μα πόσο πολύ ντρεπόταν. 

Πίεσε δυνατά το λεπίδι πάνω στο χέρι της, πίεσε λίγο ακόμα κι άρχισε να νιώθει τη σάρκα της να ανοίγει κάτω από την πίεση της κοφτερής λάμας. Ένας ακόμη βιασμός του κορμιού της, ο τελευταίος. Λίγο ακόμα ήθελε, μα ξαφνικά σταμάτησε. Ήταν πολύ κουρασμένη. Κουλουριάστηκε σαν αγέννητο μωρό καλά φυλαγμένο μέσα στη θαλπωρή της μήτρας και κοιμήθηκε βαθιά.

Σαν άνοιξε τα μάτια της δεν ήξερε αν είχαν περάσει ώρες ή μέρες. Βγήκε με κόπο μέσα από τη ντουλάπα και σύρθηκε στο κρεβάτι της. Σκεπάστηκε με την αγαπημένη της κουβέρτα. Τα μάτια της εξακολουθούσαν να είναι υγρά μα η ζωή σπίθιζε ακόμα μέσα τους. Τράβηξε ένα κομμάτι χαρτί από το κομοδίνο δίπλα της και έπιασε το μολύβι με τα πονεμένα της δάχτυλα. Έκανε να το σφίξει μα οι κινήσεις της γίνονταν με δυσκολία. 

Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έσυρε το μολύβι της απάνω στο χαρτί. «Ήταν κάποτε ένα κορίτσι γελαστό, απροβλημάτιστο, έξω καρδιά. Νόμιζε πως όλος ο κόσμος ήταν καλός και ειλικρινής σαν και κείνο και είχε χρώμα ροζ…»


Σταυρούλα Δεκούλου 


Το κείμενο αυτό, γράφτηκε χρόνια πριν, παρουσιάστηκε στο Facebook και αργότερα εδώ στις 25/11/18. Σήμερα ανασύρεται από το παρελθόν και βγαίνει στο φως έτι μία φορά θέλοντας να σταθεί δίπλα στις ιστορίες της αννετά...κι που παρουσίασε στην Ερωτική Υμνωδία της Lysippe. Γιατί υπάρχουν και πόρτες που μείναν για πολύ ορμητικά κλειστές και οι πληγές δεν ήταν απλά μικρές φουσκάλες απο ξύλινα τσόκαρα. 





11 σχόλια:

  1. Ήταν κάποτε!
    Γυαλί το κείμενο σου Σταυρούλα μου, καθρέφτης!
    Υπέροχο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ πολύ Βούλα μου. Είναι ένα πολύ αγαπημένο μου κομμάτι. Καλή σου μέρα.

      Διαγραφή
  2. Χαίρομαι που σε "βλέπω" και πάλι, κορίτσι μου!
    Αχ, αυτή η γραφή σου, αυτά τα νοήματά σου, τα συναισθήματα που ξυπνάς ή δημιουργείς...
    Να είσαι καλά πάντα, μάτια μου!
    ΣΣΣΣΜΟΥΤΣ πολλά-πολλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Προσπαθώ να επιστρέψω Γιάννα μου. Μου λείψατε. Σε φιλώ με αγάπη πολλή

      Διαγραφή
  3. ..δυνατό και ευαίσθητο κείμενο. Βλέπω μια ψυχή με πληγές, να κρατά την αλήθεια της ως εικόνα, να ζητά την προσοχή μας. Την έχει

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πολύ καλό το κείμενο. Δεν το ήξερα φυσικά, τώρα το είδα. Σαν την κορυφή ενός παγόβουνου μοιάζει. Πόσες ύαινες κυκλοφορούν ανάμεσα μας... πόσες τέτοιες ιστορίες... Άνθρωπος, το χειρότερο ζώο !!
    Να είσαι καλά Σταυρούλα με την ευαισθησία σου και το ταλέντο σου να απεικονίζεις καταστάσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αχ Σταυρούλα αχ!
    σαν η πένα σου βυθίζεται στα άδυτα της ζωής, σαν αναζητεί πολλές πτυχές της κοινωνικής πραγματικότητας, σαν βουλιάζει στα σκοτάδια, αποκτά χαρακτήρα ενός ποιητικού ντοκιμαντέρ.
    Τις νύχτες σταματούν να φωνάζουν τα ζώα και αρχίζουν να ουρλιάζουν οι "άνθρωποι".
    Να λοιπόν που η ρήση του Μενέλαου Λουντέμη έρχεται να μας θυμίσει για αυτά τα ανθρωποειδή.
    Δεν έχω λόγια να εκφράσω την οδύνη μου για το πλάσμα που περιγράφεις.
    Μόνο κάτι σαν παρατήρηση να το πω. Όχι, οι ντροπές και οι ενοχές δεν είναι για αυτήν την νεανική ψυχή. Όχι, μήτε έπρεπε να βιάσει μία ακόμα φορά το κορμί της με τις χαρακιές του αίματος.
    Μένω με σεβασμό απέναντι σε αυτήν την ψυχή. Υποκλίνομαι στο δράμα αλλά της δίνω το χέρι γιατί ξέρω ότι άντεξε! Ναι άντεξε. Οι περιγραφές σου δείχνουν μια ατσάλινη καρδιά που πέταξε την ασχήμια από πάνω της, την απώθησε και σήμερα είμαι σίγουρος ότι κοιτά τον ήλιο και τους ανθρώπους ίσια στα μάτια.
    Ξέρεις ότι πάντα κοιτώ με θαυμασμό τη γραφή σου.
    Καλό βράδυ κορίτσι μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Είναι οδυνηρό να ανακαλύπτεις το πρόσωπο της ζωής μέσα από τέτοια βιώματα όταν οι αναθυμιάσεις δηλητηριάζουν την ψυχή σου, αντανακλούν τους φόβους σου, καθρεφτίζουν την απόγνωση.
    Χρειάζεται δύναμη και ψυχή για να σταθείς πάλι στα πόδια σου θάβοντας το χθες, ψυχή πιο βαθιά απ’ τις πληγές σου για να πατάς reset όταν θα βυθίζεσαι σε χιλιάδες γιατί.
    Σε μια κοινωνία που θεωρεί αυτού του είδους την κτηνωδία πταίσμα δεν ξέρω αν είναι εφικτό. Φοβάμαι πως καθρέφτης είμαστε της κοινωνίας και της μοιάζουμε.
    Σταυρούλα μου το ξέρεις με "τσιγκλάει" η γραφή σου.
    Σε φιλώ Καλημέρα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Το σχόλιο της Αννίκας με καλύπτει απόλυτα. Όλη η ανάρτηση ένα κοφτερό γυαλί, Σταυρούλα μου. Και, πραγματικά, ήρθε και κούμπωσε σαν κομματάκι από παζλ στις ιστορίες τής Άννας. Θα μπορούσα να σου γράψω πολλά ακόμη αλλά θα προτιμήσω τη σιωπή. Θαυμασμός μόνο, για την γραφή και την ψυχή σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Εκλεκτοί μου συνοδοιπόροι χρέος ολών όσων έχουμε φωνή είναι να γίνεται ο λόγος μας μαχαίρι που θα κόβει και φωτιά που θα καίει τον πόνο και το άδικο και τους γεννήτορές του.
    Ολοι μαζί αν φωτίσουμε τα σκοτεινά μέρη θα ανατείλει σε ολη τη γη και οι σκιές και τα φαντάσματα θα χαθούν για πάντα.
    Συγχωρήστε την ομαδική μου απάντηση.
    Εχετε τον σεβασμό και την αγάπη μου όλοι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή