Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Μούσα



ΜΟΥΣΑ

Σε άδειο φόντο, λόγια στο βρόντο 
πέταξες
Μούσα σου, με έλεγες, και όμως 
έφυγες.

Ψυχή κομμάτια, θλιμμένα μάτια,
φτάνω στα όρια
να μεγαλώνω χωρίς εσένα
στα περιθώρια.

Φτωχή καρδιά μου, αργοπεθαίνεις 
στα χαρακώματα
Νύχτες με πάθος που ξεθωριάζουν
τα ξημερώματα.

Έμεινες μόνος, κοίτα η ζωή 
πώς τα γυρίζει 
κι η μοναξιά σου στα παρασκήνια 
σιγοσφυρίζει.

Γυρίζεις τώρα, μετανιωμένος
Μούσα μου, λες 
Μα έχω φύγει, ζω πια στο σήμερα 
Κι είσαι το χτες

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
28/12/15

MUSE

In empty background, you throw words 
that meant to be ignored.
You used to called me, your Muse, 
but still you’ re gone. 

My soul in pieces, my eyes filled with sorrow
I reach the limits 
while growing older without you 
in the margins. 

My poor heart, dying 
in the trenches. 
Nights full of passion that fade 
at dawn .

You ‘re left alone, see how life 
turns all around ?
And your loneliness , is now whistling quietly 
at the backstage.

Now your back full of regret 
calling me my Muse once again 
but I’m gone, living my present 
and you ‘re just the past. 


Stavroula Dekoulou Papadimitriou 

2/16/14

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Νηπενθής


Σε θωρώ να στέκεσαι σιμά,
αμίλητη
και η σκιά σου στον τοίχο,
γεννημένη από κεράκι ισχνό
στραγγίζει τη θλίψη της
στης λυκαυγής τη σιγαλιά.

Τις χαραγές της ψυχής σου 
ακραγγίζω δειλά
και με βάλσαμο 
τις πληγές σου φιλεύω.

Ω, του ανείπωτου πόνου μου, πύρινο δάκρυ!

Στην αλμύρα σου κοινωνάω τη θάλασσα
κι ερωτεύομαι τις θύελλες.

Ξημερώνει...
στο φως της αυγής ξεψυχά η σκιά σου.

Μια κέρινη μάσκα προσεγμένα πάλι φορείς
και με ένα μειδίαμα κερνάς την αλήθεια,

αυτήν την αβάσταχτη,

που ονομάζεις ζωή... μα έχει γίνει συνήθεια.

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
8/12/15



Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Του νεκρού παιδιού




Κοιμήσου αγγελούδι μου
κοιμήσου όνειρό μου
η αγκαλιά μου ορφάνεψε,
δεν σ' έχω πια δικό μου.

Ταξίδεψε πουλάκι μου
στου ουρανού τα πλάτη,
εκεί που 'χτίσαν του Θεού
τα χερουβείμ παλάτι.

Βιάστηκες αγγελούδι μου
ν' ανοίξεις τα φτερά σου
και το στρατί ορφάνεψε
από τα βήματά σου.

Γλυκό μου κρινολούλουδο 
να μπόρια να σ'αγγίξω,
τα δυο γλυκά ματάκια σου
να σιγονανουρίσω.

Το έρημο κορμάκι σου
ποια γη θα το σκεπάσει,
τώρα που η καρδούλα σου
για πάντα έχει σωπάσει.

Τα γάργαρο το γέλιο σου

ξανά δεν θ' ακουστεί
κι είναι ο κοσμος γύρω μου

μαύρη, καμμένη γη.

Ανάθεμα στον πόλεμο 
στους άδικους θανάτους
ξεψύχησε η χαραυγή
πάνω σε άδειους τάφους.

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
3/9/15


Φώτο από Google

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Της Δανάης μου...




Παρατηρώ πώς η λάμψη σου 
σταγόνα σταγόνα κυλά στης νύχτας τ' ανάμεσα
και υποτάσσει της ψυχής μου το μαύρο.

Μια στάλα, εσύ, φως τ' ουρανού 
ξεχωρίζεις μονάκριβο χνάρι μου
στο μονοπάτι του ονείρου μου.


Ρανίδα μικρή που μυρίζεις αγιόκλημα

σαν βροχή ξεδιψάς της ψυχής μου τη γη'
εκεί που για χάρη σου, δίνω άφεση 
στον πόνο και τη λησμονιά 
και σου φυτεύω γιασεμιά ν' ανθίζουν για σένα μόνο.

Γέλιο μου και της λαχτάρας γλυκασμέ μου

το δρόμο μου ξαναχαράζω
μέσα στα μάτια σου
και ανταμώνω τον κόσμο απ' την αρχή

21/5/15

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Γένεση...


Τις στιγμές των μεγάλων λυγμών,
εγώ ρωτεύομαι τις καταιγίδες των ματιών σου' 

εκειές τις γκρίζες,
που κάμουν τη φωνή να γονατίζει
κι ο ήχος υποκλίνεται στο βλέμμα σου
ανήμπορος να το περιγράψει.

Και κάθε που ξεψυχά ο ήλιος σ' ένα απύθμενο γαλάζο,
η ψυχή του ανίσταται τρανή και ρόδινη
μέσα απ' το πέλαγος... 
κι όμως άχρωμη δείχνει 
σαν την συγκρίνω με τ' άλικα χείλη σου.

Είναι που γεννήθηκα ν' αγαπώ τις θύελλες
και να λατρεύω τους όμορφους θανάτους.

Μετρώ το βάρος μου στη γη με όσα χάρισα'
και κάθε που γεννιέται ένας κυκλώνας
εγώ στο κέντρο του, ναός αναδύομαι
που λατρεύεται ο πόθος
και ταξιδευω μαζί του σκορπώντας το χάος...

Γένεση με κράζουν ...

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου

10/6/15


Φωτογραφία από
Mitch Dobrowner's website

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Ο χορός των λυγμών



Κάθε που το φεγγάρι

συναντά την αρχή του 
και κύκλος γίνεται τέλειος...

φορώ το λευκό μου νυχτικό 
και βάφω τη σελήνη 

στ’ άλικο χρώμα των ανοιξιάτικων ρόδων. 

Το βλέμμα μου αγκαλιάζει δειλά 

των αστεριών την λάμψη 

κι αυτά ξεψυχούν στ’ ορφανό μου φιλί 

Στις γειτονιές τ’ ουρανού 
έχω πρόσωπα πολλά κι αγαπημένα 
που ανταμώνω κάθε πανσέληνο. 
Εκεί θωρώ και τα μάτια σου,
να μαρτυρούν τα όνειρά σου, 
που δεν πρόκαμαν να ξημερώσουν αλήθειες. 

Κάθε που η Σελήνη ολόγιομη, 
ντυμένη στα κόκκινα, 
στήνει χορό...

Εγώ, δεντρί γυμνό 
με τα κλαριά απλωμένα 

καρτερώ την ψυχή σου 

να ρθεί σιμά μου ν’ απαγκιάσει 

και με το λυγμό ενός κορυδαλλού

γλυκά να κοιμηθεί. 

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου 
1/9/15



Ο πίνακας "Με το φεγγάρι αγκαλιά" είναι έργο της εξαίρετης ζωγράφου και καλής φίλης 
Φωτεινής Παππά.

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ




ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αστέρι. Ένα αστέρι μικρό. Έτσι το έβλεπαν οι άνθρωποι από τη γη, μικρό και με αδύναμο φως. Κρεμόταν εκεί ψηλά στον ουρανό, αγκιστρωμένο στο μαύρο στερέωμα και κάθε βράδυ χάριζε απλόχερα το φως του και μοίραζε τη λάμψη του κάτω στη γη.


Αυτό το αστέρι, λοιπόν, είχε την ατυχία να αγαπήσει το φεγγάρι. Μαγεύτηκε από το στρογγυλό του σχήμα και τα θλιμμένα μάτια που ήταν πάντα ζωγραφισμένα πάνω στην επιφάνειά του. Ήταν όμως τόσο μα τόσο μακριά του που με το ζόρι και το ίδιο το φεγγάρι το πρόσεχε. Σπάνια έστρεφε το βλέμμα προς το μέρος του, αλλά και το αστεράκι δε μπορούσε να κάνει πολλά για να έρθει πιο κοντά του. Πώς να παραβεί τους νόμους της φύσης;


Μια νύκτα όμως, η ανάγκη του να πλησιάσει έστω και μια στάλα παραπάνω ό,τι λάτρευε το ώθησε να αγνοήσει του παγκόσμιους νόμους τους σύμπαντος και έκανε κάτι απίστευτα τρελό. Άρχισε να σπρώχνει τη συμπαγή του μάζα προς το φεγγάρι. Ξαφνικά σαν κάποιος να του έκοψε την κλωστή που το κρατούσε άρχισε να πέφτει στη γη.


Έπεφτε, έπεφτε, έπεφτε και προσγειώθηκε μέσα σε μια λίμνη. Το καημένο το αστεράκι είχε προσπαθήσει τόσο μα τόσο πολύ να βρεθεί ένα βήμα πιο κοντά στο φεγγάρι και ξαφνικά είχε καταλήξει να χάσει ολόκληρο τον ουρανό. Έμεινε βυθισμένο μέσα στο νερό να δακρύζει και ούτε τα δάκρυά του να μη βρίσκουν προορισμό αφού κι αυτά χάνονταν μέσα στα ίδια τα νερά που το κάλυπταν. Η λύπη του δεν περιγράφονταν.


Κάποια στιγμή νύχτωσε. Το αστέρι ένιωσε να κόβεται στα δυο σαν είδε ότι είχε χάσει ακόμα και το δικό του φως και τώρα όχι μόνο ήταν καταδικασμένο να υπάρχει στον πάτο μιας λίμνης ανάμεσα σε βρύα και ψάρια, αλλά είχε χάσει και το λόγο της ύπαρξής του. Να σκορπά το φως γύρω του. Σφίχτηκε η μικρή του καρδιά και δάκρυα ανάβλυσαν και πάλι από τα στρογγυλά ματάκια του.

Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα όταν ξαφνικά είδε το φεγγάρι να εμφανίζεται περίλαμπρο και ολόφωτο πάνω στην επιφάνεια της λίμνης. Κοίταζε και ξανακοίταζε και δεν πίστευε στα μάτια του. Ό,τι αγαπούσε σε αυτόν τον κόσμο ήταν μόλις δυο μέτρα μακριά του. Όχι βέβαια, αυτό καθαυτό, αλλά η αντανάκλασή του. Ακόμα όμως κι αυτή ήταν αρκετή αφού μπορούσε να βλέπει τη λάμψη του και να αντικρίζει το θλιμμένο του πρόσωπο πάνω στην επιφάνειά του νερού. Και ξαφνικά δεν είχε σημασία αν είχε χάσει τον ουρανό, ούτε αν ήταν κρυμμένο στον πάτο μιας λίμνης. Του ήταν αρκετό ότι κάθε βράδυ ό,τι αγαπούσε θα εμφανίζονταν μπροστά του ακόμα και μέσω αυτής της αντανάκλασής του.


Είναι φορές που η αγάπη βρίσκεται μακριά και μοιάζει απροσπέλαστη. Αξίζει όμως να θυσιάσεις κάθε ουρανό, αξίζει να συμβιβαστείς ακόμα και με την αντανάκλασή της, γιατί από μόνη της η αγάπη όταν συμβαίνει και είναι αληθινή κρύβει μέσα της τόσο μεγαλείο που είναι πέρα από γήινες υποστάσεις και νόμους της φύσης.


Σταυρούλα Δεκούλου 

Το παρόν παραμύθι έχει δημοσιευτεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ανθρώπων Έργα, Τεύχος 7, Ιούνιος 2015. Τα συνοδευτικά σκίτσα ανήκουν στη γράφουσα.

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Στράτα μου αδιάβατη




Στράτα μου αδιάβατη'
της ψυχής μου δρόμε απροσπέλαστε.
Λύγισα πια, 
ξυπόλυτη να περπατώ στις αλήθειες σου.
Τα χνάρια μου βάφουν κόκκινη 
τη γραμμή του ορίζοντα'
εκείνη που στην άκρη της 
μαρτυρά πως υπάρχεις.

Ερήμωσε τ' ουρανού μου το περβόλι, 
διψά της μνήμης η πηγή.
Ψυχορραγούν τα όνειρα,
με ορφανά από ανθούς κλονιά
και διψασμένους ερωδιούς.

Η μυγδαλιά μου νύφη δεν στολίστηκε
κι ένας χειμώνας δυνάστης 
στέφεται σ' οδύνης θλιβερό βασίλειο, 
αέναος Άρχων.

Κιότεψε η άνοιξη θαρρώ, 
κιότεψε και το δάκρυ.
Κι εγώ μαθαίνω απ' την αρχή 
με μάτια στεγνά να κλαίω.

Να ζω μια διψασμένη θλίψη.


Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
13/12/14

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Λευκό μου αγριοπερίστερο




Λευκό μου αγριοπερίστερο'

του στεναγμού και τη λαχτάρας μου 

φτερούγισμα άγιο.

Να 'ταν η ψυχή μου ουράνιος καμβάς,

πάλι δεν θα 'φτανε 

τη ρότα σου να περιγράψεις.

Ήττα μου ποθητή, 

πόση χαρά, σαν μ'έχασα στη θάλασσα 

που κλείνεις μέσα στις δυο σου χούφτες.

Μ' άνεμο την πνοή σου να ταξιδεύω 

δίχως προορισμό, 

να δένω στου ονείρου το μουράγιο.

Μα ξεθωριάζει η σιωπή 

στου ήλιου την ανάσταση 

και αλαργεύει η οργή, 

σαν κοινωνώ το βλέμμα σου,

να με φιλεύει στα κρυφά γλυκό τριαντάφυλλο 

που ρέει καθώς το γελιο σου γεννιέται, 

εκεί ζερβά στα χείλη σου.


Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου

12/12/14

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Απείθαρχο παρόν




Είναι κι αυτός ο άνεμος

που φυσά σε ήχο πένθιμο

θαρρείς και ξεψυχά ο χειμώνας.

Κι αν...

Αλίμονο.

Ποιος τη μυγδαλιά μας θα στολίσει νύφη ;

Και η αλκυόνη,

πού θα μαρτυρήσει τη γέννα της

σαν κιοτέψουν οι μέρες της λιακάδας.

Είναι κι αυτή η ζωή

που δεν μπορείς να την ορίσεις.

Κι εγώ πεισμωμένη σ’ ένα απείθαρχο παρόν

να πολεμώ για το αύριο

κι ας ηττούμαι.


11/12/15
Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου

Δυο ξεχασμένα κύματα

Είσαι κι εσύ, 

ένα σιγοψιθύρισμα του ονείρου 

πίσω από βουρκωμένα σύννεφα

Είμαι κι εγώ, 
μια ξεχασμένη βοκαμβίλια 
σε χωράφι απότιστο.

- Ακούς τη θλίψη πώς σιωπηλά απαλοχαϊδεύει την προσμονή ; 

- Θωρείς τη μοναξιά πώς πονηρά κρυφοκοιμίζει τη λαχτάρα ;

Είμαστε εμείς, 
δυο ξεχασμένα κύματα 
σε φουρτούνα θεόρατη

Μια οργισμένη φυσά τ’ ανέμου, 
που μάταια ψάχνει του Αιόλου τον ασκό, 
μέσα του να κρυφτεί, 
λίγο να ξαποστάσει.

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου 
9/11/15

Αερικό...





Ήταν γυναίκα 
κι αντάμωνε τον ουρανό.

Έγινε αερικό 
κι έσμιξε με τη θάλασσα
μια ροδαυγή.


Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου


Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΜΑΝΙΤΑΡΙ


ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΜΑΝΙΤΑΡΙ


Μια φορά κι ένα καιρό συγκεντρώθηκαν τα φυτά του δάσους κι αποφάσισαν να κάνουν ένα διαγωνισμό ομορφιάς για να εκλέξουν το πιο όμορφο φύτο του φυτικού βασιλείου. Θάμνοι και λουλούδια μαζεύτηκαν από παντού για να λάβουν μέρος σε αυτή την τόσο ξεχωριστή αναμέτρηση. Αγριοκερασιές και βατομουριές, νυχτολούλουδα και αγριοτριανταφυλλιές, κρινάκια και ανεμώνες φόρεσαν τα γιορτινά τους και τα πιο όμορφά τους χρώματα και τράβηξαν για το ξέφωτο του σμαραγδένιου δάσους όπου θα διεξαγόταν ο διαγωνισμός. Ανάμεσά τους κι ένα μικρό μανιτάρι. Μικροσκοπικό, υπόλευκο με γκριζοκαφέ βουλίτσες στο γλυκό κεφαλάκι του. Ένα μανιταράκι σαν τα χιλιάδες που υπάρχουν στα σκιερά μέρη του δάσους ή στις ρίζες των μεγάλων δέντρων.

Ξεκίνησε κι αυτό σιγά σιγά να προχωρά μέσα στο μεγάλο δάσος ώσπου να φτάσει εκεί που προοριζόταν να γίνει ο πρωτότυπος διαγωνισμός ομορφιάς. Ενώ προχωρούσε, μια μικρή πυγολαμπίδα στάθηκε μπροστά του και το ρώτησε πού πήγαινε. Αυτό της εξήγησε και τότε εκείνη μισοκλαίγοντας του είπε «Αχ, σε παρακαλώ μικρό μου μανιτάρι, μήπως θα μπορούσα να κάτσω πάνω σου και να με πας ως εκεί; Το φτερό μου είναι πληγωμένο και δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να φτάσω μόνη μου αν δεν ξεκουραστώ λίγο». Το μανιτάρι δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη και η μικρή πυγολαμπίδα ξάπλωσε πάνω στο μυτερό καπελάκι και το ταξίδι συνεχίστηκε.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και μια δυνατή βροχή άρχισε να πέφτει στο μεγάλο δάσος. Η μικρή πυγολαμπίδα σηκώθηκε και κούρνιασε κάτω από το καπελάκι του μανιταριού κι έτσι προστατεύτηκε από το νερό της βροχής. Το μανιταράκι φέρνοντας τα μικρά αφανή ποδαράκια του το ένα μετά το άλλο συνέχισε να προχωρά όταν μπροστά τους εμφανίστηκε μια νεραϊδούλα. Ήταν βρεγμένη, έτρεμε από το κρύο και έκλαιγε. Το μικρό μανιτάρι λυπήθηκε τόσο πολύ το αδύναμο μικρό πλάσμα που σταμάτησε να τη ρωτήσει τι έχει. Εκείνη του φανέρωσε πως πήγαινε στη γιορτή των λουλουδιών, στο διαγωνισμό όμορφιας δηλαδή, αλλά το βρόχινο νερό είχε μουσκέψει τα φτερά της και είχε κάνει τη νεραϊδόσκονή της λάσπη και δεν θα κατάφερνε να φτάσει ως το ξέφωτο στεγνή, ώστε να σκορπίσει τη μαγική της σκόνη στην όμορφη γιορτή. Το μικρό μανιτάρι τη λυπήθηκε τόσο που της είπε να μπει κάτω από το μανιταροκαπέλο του να ξεκουραστεί και να στεγνώσει. Έτσι εκείνη τρύπωσε κάτω από τη μικρή ομπρελίτσα με τις γκριζοκαφέ βουλίτσες και βολεύτηκε δίπλα στην πυγολαμπίδα που ήδη είχε αρχίσει να απολαμβάνει τη ζεστασιά και την προστασία του μεταφορικού τους μέσου. Το μανιταράκι λοιπόν ξαναπήρε το δρόμο για το ξέφωτο του δάσους. Περπατούσε και περπατούσε και κόντευε σχεδόν να βραδιάσει όταν αποκαμωμένο πια συνάντησε ένα μικρό αηδόνι να τραγουδά λυπημένα, σχεδόν σπαρακτικά. «Γιατί κλαις ;» το ρώτησαν όλοι μαζί με μια φωνή. Αυτό τους αποκρίθηκε πως το νερό της βροχής είχε πάρει όλο τα φαγάκι που είχε βρει για να φάει κι έτσι εκείνο είχε μείνει νηστικό και ένιωθε αδύναμο να πετάξει και σίγουρα αν περνούσε καμιά πεινασμένη αλεπού θα το έκανε μια χαψιά. Τρεμούλιασε το μικρό μανιτάρι και μόνο στη σκέψη ότι κάτι θα πάθαινε το μικρό αηδόνι και χωρίς δεύτερη σκέψη του είπε «Έχω σπόρους κρυμμένους στο καπέλο μου. Τους κρατώ εκεί για να αναπαραχθώ, αλλά αφού πεινάς τόσο θα τινάξω το καπέλο μου και θα πέσουν στη γη κι έτσι θα φας και θα δυναμώσεις». Το πουλάκι δεν πίστευε στην τύχη του. Γέμισε βιαστικά το στομαχάκι του με το πολύτιμο δώρο του απρόσμενου φίλου του και αφού του είπαν πού πήγαιναν, αποφάσισε το δίχως άλλο να γίνει το τέταρτο μέλος αυτής της παράξενης παρέας και όλοι μαζί να φτάσουν στο ξεφωτο του δάσους.

Ήταν αργά εκείνη τη νύχτα όταν στα ματάκια τους αποκαλύφθηκε η μεγαλοπρέπεια της γιορτής. Δεν χόρταιναν να κοιτάζουν την ομορφιά και τα χρώματα και τις μυρωδιές που ξεχύνονταν μπροστά τους. Όλα τα φυτά ντυμένα με τα πιο όμορφα άνθη τους, τους λαχταριστούς καρπούς τους, τα μοναδικά τους αρώματα να ξεχύνονται στην όμορφη νύχτα και να ζαλίζουν ακομα και τα άστρα στον ουρανό.

Ο διαγωνισμός ξεκίνησε με την τριανταφυλλιά να πηγαίνει μπροστά δείχνοντας σε όλους τα μοναδικά βαθυκόκκινα τριαντάφυλλά της και να λυγίζουν ακόμα και τον πιο δύσκολο κριτή και δίπλα της το νυχτολούλουδο να μοιράζει μεθυστικά αρωματα και μοναδικής ομορφιάς πολύχρωμα άνθη. Πιο κει στεκόταν ένα γιασεμί και παραδίπλα ακολουθούσαν γαλάζιες και βιολετί ανεμώνες. Τα λουλούδια και τα φυτά φώναζαν και γελούσαν και το μικρό μανιταράκι παρακολουθούσε μαγεμένο. Ήταν μικρό και ταπεινό και ούτε μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του ανάμεσα σε αυτά τα όμορφα και ξεχωριστά φυτά. Σαν να άκουσε τις σκέψεις του η νεραϊδούλα και το ρώτησε «Γιατί δεν διαγωνίζεσαι κι εσύ;» «Εγώ;» απόρησε εκείνο ντροπαλά. «Αυτό;» φώναξαν και τα λουλούδια που ήταν γύρω και ξέσπασαν σε ηχηρά γέλια. Το μανιτάρι στενοχωρέθηκε τόσο πολύ με τα κοροϊδευτικά τους χαχανητά που έσκυψε το κεφαλάκι του και ξεκίνησε να φύγει από τη γιορτή, αλλά η μικρή νεράιδα το σταμάτησε. «Ναι, εσύ!» φώναξε και το έσπρωξε να σταθει στη μέση του ξέφωτου και μια γλυκιά συνομωσία άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια όλων . Η μικρή πυγολαμπίδα φώναξε όλες τις αδελφούλες της και αφού τους εξήγησε τι είχε κάνει για εκείνη το μανιταράκι έφτιαξαν όλες μαζί ένα ολόφωτο στεφάνι πάνω από το καπελάκι του και η νεραϊδούλα άρχισε να πετά παντού τη μαγική της νεραϊδόσκονη, που στο μεταξύ είχε στεγνώσει, γεμίζοντας το χώρο γύρω από το μανιτάρι με χρυσοκόκκινες και σμαραγδένιες λάμψεις. Το αηδόνι πάλι, άρχισε να κελαηδά τόσο γλυκά που όλοι δάκρυσαν ακούγοντάς το.

Ο χρόνος στη γιορτή των λουλουδιών είχε σταματήσει. Τα βλέμματα όλων είχαν καρφωθεί πάνω στο μανιτάρι. Ούτε το ίδιο δεν πίστευε τι συνέβαινε γύρω του. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαμογελάσει ή να κλείσει τα ματάκια του και να ευχηθεί να εξαφανιστεί. Ξαφνικά στο κέντρο του ξέφωτου παρουσιάστηκε μια αέρινη φιγούρα. Ήταν η Κυρά του Δάσους. Στάθηκε δίπλα στο μικρό μανιτάρι και κοιτάζοντάς το γλυκά του είπε, «΄Ολοι σε αυτό τον διαγωνισμό ήρθαν για να διακριθούν. Εσύ όμως καθώς ερχόσουν εδώ βοήθησες όλα τα πλάσματα του δάσους μου που βρέθηκαν στο δρόμο σου και χρειάζονταν βοήθεια. Τα άφησες να ξεκουραστούν πάνω σου, να τραφούν από σένα, τα προστάτεψες από τη βροχή κι εγώ σου είμαι ευγνώμων για όλα αυτά γιατί όλα αυτά τα πλάσματα είμαι Εγώ! Από σήμερα θα είσαι το μαγικό μου μανιτάρι. Πυγολαμίδες θα φωτίζουν το χώρο σου και αηδόνια θα σου τραγουδούν και οι νεράιδες αυτού του δάσους θα χρωματίζουν το χώρο όπου θα βρίσκεσαι έτσι ώστε όλοι να γυρίζουν και να σε κοιτούν. Κι εσύ θα μεγαλώσεις και θα γίνεις πιο λευκό και το καπελάκι σου θα στολιστεί με όμορφες κόκκινες βούλες και όλα τα παραμύθια θα έχουν μέσα τους μια δική σου φωτογραφία.»

Ύστερα η Κυρά του Δάσους απευθυνόμενη σε όλα τα λουλούδια και τα φυτά που βρίσκονταν εκεί είπε, «Όλοι εσείς εδώ να μάθετε πως ομορφιά δεν είναι πάντα αυτό που φαίνεται, αλλά η μαγεία που η αγάπη και η καλοσύνη μπορεί να δημιουργήσει και τα θαύματα που μπορεί να προκαλέσει. Αυτά φωτίζουν τα σκοτεινά μέρη, ζεσταίνουν μια κρύα μέρα και γλυκαίνουν ένα πικρό φαϊ».

Πέρασαν χρόνια πολλά από εκείνη τη μέρα και άλλα τόσα θα περάσουν κι εσείς αν δεν πιστεύετε ότι αυτό πραγματικά συνέβη, δεν έχετε παρά να ανοίξετε ένα οποιοδήποτε παιδικό παραμύθι κι εκεί θα δείτε, οπωσδήποτε θα δείτε, ένα μικρό λευκό μανιτάρι με κόκκινες βούλες στο όμορφο καπελάκι του να σας χαμογελά.

1ο βραβείο στον 15ο πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρίας Τεχνών, Επιστήμης και Πολιτισμού του δήμου Κερατσινίου.

Ο ΑΡΖ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΨΗΛΩΝ ΚΑΣΤΡΩΝ (ή Ο γαϊδαράκος πάει πολέμο)


Ο ΑΡΖ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΨΗΛΩΝ ΚΑΣΤΡΩΝ

(ή Ο γαϊδαράκος πάει πολέμο)


Μια φορά κι έναν καιρό σε μια φάρμα ζούσε ένα γάιδαρος που τον έλεγαν Αρζ. Ήταν τόσο ξεχωριστός όσο και τ’ όνομά του. Ήταν φίλος με όλα τ’ άλλα ζώα που ζούσαν εκεί. Πάντα γελαστός και μ’ ένα αστείο έτοιμο για κάθε περίσταση κι ένα γέλιο που έκανε όλη τη φάρμα να τραντάζεται στο άκουσμά του. Δεν έλεγε ποτέ όχι στις δουλειές κι ας μην τις αγαπούσε. Η αγαπημένη του ώρα ήταν όταν ξεκουραζόταν κάτω από τον μεγάλο πλάτανο στο κέντρο του αγροκτήματος φορώντας ένα ζευγάρι τεράστια γυαλιά ηλίου και πίνοντας έναν φραπέ. Τι είπατε; Τα ζώα δεν πίνουν καφέ; Στον κόσμο των παραμυθιών όλα γίνονται.

Μια μέρα λοιπόν, εκεί που ρέμβαζε είδε από μπροστά του να περνούν κάμποσα άλογα. Ήταν ψηλά με φουντωτή ουρά και είχαν στερεωμένη στη ράχη τους μια πανέμορφη κάπα με ένα χρυσό οικόσημο ζωγραφισμένο πάνω της. Ο Αρζ θαμπώθηκε τόσο από την όψη τους που έμεινε να τα χαζεύει με το στόμα ανοιχτό. Προτού προλάβουν να απομακρυνθούν σηκώθηκε και τα πλησίασε.
- Γεια, είμαι ο Αρζ. Πού πηγαίνετε;
Τα άλογα τον κοίταξαν αδιάφορα και του απάντησαν,
- Ξέσπασε πόλεμος στη χώρα των ψηλών κάστρων και πάμε να υπηρετήσουμε τον βασιλιά μας.
- Και τι είναι αυτά που φοράτε; Ξαναρώτησε.
- Είναι τα διακριτικά του οίκου που ανήκουμε. Τα ίδια φοράνε και οι ιππότες του βασιλείου, απάντησαν τα άλογα.
- Δικέ μου ! Είναι η πιο όμορφη φορεσιά που έχω δει, είπε και ανασήκωσε τα γυαλιά του με νόημα. Αν έρθω θα μου δώσουν κι εμένα μια ίδια ;
- Χαχαχαχα, γέλασαν βροντερά τα άλογα. Είσαι γαϊδούρι του είπαν με μια φωνή. Μεταφέρεις ξύλα και σέρνεις κάρα. Τι να την κάνεις την φορεσιά;
- Μα θα έρθω να πολεμήσω , τόνισε ο Αρζ και ένας νέος γύρος από ασταμάτητα γέλια ξέσπασε. Καπνοί βγήκαν από τα ρουθούνια του. Τόσο πολύ πείσμωσε και χωρίς δεύτερη σκέψη τους είπε,
- Εγώ θα έρθω στον πόλεμο και όλοι εσείς που σήμερα γελάτε μαζί μου, σύντομα θα υποκλιθείτε από μόνοι σας και θα γονατίσετε μπροστά στις οπλές μου.
- Χαχαχαχα, ξαναγέλασαν τα άλογα.
- Αυτό θα ήθελα πολύ να το δώ, ψιθύρισαν μεταξύ τους και τον πήραν μαζί τους.

Ο Αρζ είχε θυμώσει με αυτή τους την αντιμετώπιση και το εβαλε σκοπό να ξεχωρίσει στα μάτια όλων. Κάποτε έφτασαν στον πόλεμο. Το βασίλειο των ψηλών κάστρων είχε χωριστεί στα τέσσερα και όλες οι φυλές πολεμούσαν μεταξύ τους. Τα άλογα αυτά ανήκαν στη φυλή του Βορρά κι εκεί κατατάχτηκε και ο Αρζ.

Στην αρχή τον είχαν μόνο για αγγαρείες. Κουβάλαγε πυρομαχικά και μετέφερε τραυματίες, νερό και φαγητό. Δεν παραπονέθηκε ποτέ όμως. Τέλειωνε τις δουλειές του γρήγορα και αποτελεσματικά και περίμενε με υπομονή να του δοθεί η ευκαιρία να ξεχωρίσει. Ο καιρός περνούσε και οι μαχες συνεχίζονταν. Όλοι είχαν παρατηρήσει έναν γαϊδαράκο με γυαλιά ηλίου που πάντα στεκόταν παράλληλα με τους ιππείς στη μάχη κι έτρεχε να προλάβει τα πάντα. Τα γέλια εις βάρος του είχαν σωπάσει προ πολλού.

Μια μέρα έλαβε χώρα μια πολύ μεγάλη μάχη στη χώρα των κάστρων. Τα ξίφη ακούγονταν από μακριά, τα ποδοβολητά των αλόγων σήκωναν σύννεφα σκόνης και οι φωνές των πολέμιστών αντηχούσαν παντού. Ξαφνικά μια δυνατή φωνή διαπέρασε κάθε ήχο και το στράτευμα πάγωσε.
- Έπεσε ο βασιλιάς. Ο βασιλιάς είναι στο έδαφος. Προστατέψτε τον βασιλιά.
Αλίμονο, ο ήλιος ήταν τόσο ψηλά που τύφλωνε τα άλογα και κανένα τους δεν μπορούσε να δει που ήταν πεσμένος ο βασιλιάς. Ο Αρζ τέντωσε τ’ αυτιά του και είπε,
- Εγώ θα τον φέρω.
Κάποιοι τον κοίταξαν υποτιμητικά, άλλοι με απορία. Αυτός όμως λίγη σημασία τους έδωσε. Ίσιωσε τα γυαλιά του και χωρίς δεύτερη σκέψη ρίχτηκε στη μάχη. Έσπρωχνε και κλώτσαγε με λύσσα και κανείς δεν μπόρεσε να τον σταματήσει. Σύντομα βρισκόταν κοντά στον πεσμένο βασιλιά. Χαμήλωσε ώστε να μπορέσει ο βασιλιάς να πιαστεί από τη σέλα του και σύντομα βρισκόταν πίσω ασφαλής ανάμεσα στους στρατηγούς του. Πριν ο ήλιος δύσει η μάχη είχε κερδιθεί και το βασίλειο του Βορρά είχε επικρατήσει. Την επομένη ο βασιλιά φώναξε τον Αρζ μπροστά σε όλο το στράτευμα.
- Αν δεν ήσουν εσύ, θα ήμουν νεκρός τώρα και το βασίλειό μου θα είχε πέσει στα χέρια των εχθρών. Από σήμερα θα φοράς κι εσυ βασιλική κάπα και θα ονομάζεσαι «βασιλικός όνος». Θα προηγείσαι του στρατεύματος και θα το οδηγείς.
Ο Αρζ γύρισε και κοίταξε τα άλογα που κάποτε γελούσαν μαζί του, να τον κοιτούν τώρα με θαυμασμό υποκλινόμενα μπροστά του και χαμογέλασε. Γύρισε προς τον βασιλιά και είπε,
- Μεγαλειότατε η τιμή που μου κάνετε είναι τόσο μεγάλη που ούτε στα όνειρά μου δεν θα το περίμενα. Θα κρατήσω την κάπα με το οικόσημο του βασιλείου σας, αλλά θα επιστρέψω πίσω στη φάρμα που είναι όλοι μου οι φίλοι και η οικογένειά μου.
Και αφού υποκλίθηκε με σεβασμό γύρισε την πλάτη και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Πολλοί λένε ότι καθώς χανόταν στο βάθος του δρόμου τον άκουσαν να σιγομουρμουρίζει ,
- Δεν είχε εκεί ούτε έναν φραπέ της προκοπής. Δικέ μου !

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Μια πέτρα γίνηκα ...



Θωρείτε πόσο όμορφα βυζαίνει το χώμα 
της βροχής το νερό ;
Ξεπλένονται οι στεναγμοί του φωτός 
απάνω στην πέτρα
και το φιλί δροσερό ευωδιάζει δυόσμο.

Μη με ρωτάς πώς αντέχω να αγαπώ τους αιώνες.

Ερωμένη του χρόνου έγραφε 
της μοίρας το δικό μου κατάστιχο
και στο διάβα του καιρού, 
έπαψα να μετρώ τα χνάρια του ήλιου.
Ώσπου στο τέλος μια πέτρα γίνηκα κι εγώ
που τη βροχή βυζαίνει...

22/9/15
Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Τιτάνες



Θωρείς τη στιγμή πώς στέκεται σκυφτή

στης νύχτας τ' ανάμεσα ;

Η σιωπή αλυχτά και τ' ανείπωτα μαρτυρά 
στης ψυχής το απροσπέλαστο.

Σε ουράνιο μετερίζι 
κει που σκύβουν τα σύννεφα και φιλούν τα πελάγη,

Σε ποτήρι μικρό σου στραγγίζω μια θύελλα 
και σε κερνώ την οργή των Τιτάνων.

Να μεθάς ες αεί
στης όψης μου το συναπάντημα.

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
7/5/15

Σε πελάγη άγνωρα



Σε πελάγη άγνωρα 
καιρό τώρα πια ταξιδεύεις 
και κιοτεύει η αλμύρα της θάλασσας. 

Κάλπικη η ρότα σου και 
μισεύει ο αφρός των κυμάτων.

Σε χρυσοστόλιστους τάφους 
υποτάσσεις τα πάθη σου 
και η Κίρκη γελά.

Μα η αυγή φονεύει την κάθαρση 
και της ζωής σου η αυλαία 
αιμορραγεί ημιτελής στα παρασκήνια. 

Σε χαμένα νησιά έχω σιάξει ξωκλήσια
και καντήλια μικρά σιγοκαίνε για σένα'
σαν ξημερώσεις ναυαγός 
γλυκά να σου φωτίζουν...

μην λάχει και χαθείς ξανά, 
μην τύχει και δακρύσεις...

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
16/10/15

Ικεσία αντάμωσης


Εγώ, 

ο ραγισμένος καθρέπτης μιας αγέννητης άνοιξης,
πρίσμα βουβό που το φως ακουμπά και διαθλάται,
τα σπασμένα κομμάτια μου κι αν ενώσω
πάλι το είδωλό σου γεμάτο χαραγές θα γεννώ.

Εσύ, 
νήμα ξασμένο από μαλλί που γεννιέται στα σύννεφα,
κεντημένο μονόγραμμα στης ψυχής τον ποδόγυρο,
ίχνος αδιόρατο σε αδιάβατη στράτα του ορίζοντα
πύρινο άνθος στην φωτιά μιας καρδιάς που κιοτεύει.

Εμείς,
κύκλοι παράλληλοι χωρίς συναπάντημα
μεθυσμένης πυξίδας σημεία στικτά
στο στασίδι του χρόνου κρυφή προσευχή
κεράκι ισχνό αναμμένο, σιωπηλή ικεσία αντάμωσης.

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
4/2/15

Έλειπε ο Θεός ...


Μια χούφτα άνθρωποι ήμασταν, 

που ξαίναμε τα όνειρα 
να υφάνουμε ένα περίτεχνο ποδόγυρο 
για της ζωής μας το φουστάνι, 
μα τα νήματα σαθρά.

Μια χούφτα νότες ήμασταν 
που ερωτευόμασταν απάνω στο πεντάγραμμο 
να φτιάξουμε της άνοιξης τραγούδι
μ’ αλάργεψε το αηδόνι.

Μια χούφτα όνειρα ήμασταν
που μάταια παλεύαμε να σιάξουμε έναν άνθρωπο 
το ωραίο να μιλά 
μα έλειπε ο Θεός.

3/12/15
Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου

Ήμαρτον



Των αχράντων
των ανείπωτων
οι θυσίες των στιγμών τούτη τη νύχτα.

Κι εσύ κρυφή μου πληγή
σιωπηλή χαρμολύπη μου
πόσο γλυκά ροδίζεις τη μοναξιά μου
κάθε που μαρτυράς την ύπαρξή σου. 

Ημείς, οι σιωπηλοί σκαπανείς
των άγονων ονείρων
και
υμείς, οι αδιάφοροι ιχνηλάτες
μιας αδόκιμης αύριο

Άπαντες, 
κυρίαρχοι και δούλοι
ικέτες κι επαίτες
μιας αγάπης που αγνοείται 
και αδιάντροπα εκτελείται
ακόλουθοι μιας άλικης στράτας
του απαγορευμένου, 
ενός ξεδιάντροπου συμβιβασμού
τεκμήριο

Ήμαρτον !

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
7/2/15

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Λείπεις





Λείπεις τώρα
γι'αυτό θλίβεται το καλοκαίρι
λευκό μου γιασεμί
κι όλο πλαταίνει η θάλασσα
ως την άκρη του θέρους,
σαν ενα απείθαρχο ποίημα...
ουτ'ενα ράγισμα στον ουρανό
κι εσύ που λείπεις,
μια μολυβένια κοντυλιά
μενεξεδιά,
πάνω στα κύματα...

31/7/14
Σακελλάρης Καμπούρης





Λείπεις
κι ο μόλος ορφανός

απ' το αραξοβόλι σου.
Λείπεις 
και του φάρου μου το φως
ποιον να χαϊδέψει;
Πόσες σταγόνες θάλασσα να μετρήσω
μέχρι σε σένα να φτάσω 
και πόσα αστέρια στον ουρανό
να βάλω σε σειρά να βρω τη ρότα σου;
Αφού σε γη και ουρανό,
πάντα ναυαγός ξημερωνω,
μακριά σου...

31/7/14
Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου



Μια υπέροχη διαδρομή, μια ξεχωριστή συμπόρευση της ψυχής και του νου. Στιγμές με έναν μεγάλο ποιητή που μου επέτρεψε να βάλω τα λόγια μου να ξαποστάσουν πλάι στα δικά του !

Λόγου αντάμωμα

Λέξεις
που απρόσκλητοι αγέρηδες
μου σκόρπισαν 
συμμάζωξέ μου,
να πάψουν τα φωνήεντα
ασκόπως 
να κραυγάζουν
και μοναχά,
βουβά κι αλλόκοτα
τα σύμφωνα να φέρονται.

Ελένη Μαρθάρη
5/12/15





          Όντας απών,
σκαριφίζεις σύμφωνα
στης μοναξιάς μου τον μπερντέ
κι εξωραϊζεις τη θλίψη.

Έσο παρών
να σου διδάξω
τον ήχο των φωνηέντων
να μάθεις τη λαχτάρα 
να περιγράφεις. 

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
5/12/15


Αντικριστά, έτσι στάθηκαν οι ψυχές μας και πλέξανε με τους στίχους ένα δίχτυ ασφαλείας. Υστερα πτώση ελεύθερη έκαναν στο κενό να δουν αν θα τις αντέξει. Τις πέταξε ψηλά στον ουρανό κι ακόμα ταξιδεύουν.... ποίηση Ελένη Μαρθάρη , Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου .


Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Εν απουσία μας




Απόντες γεννηθήκαμε στης μοίρας μας τα θέλω
δέσμιοι πορείας μονής διαγράμμισης 
μιας μπαζωμένης ζωής.

Σοφιστές μιας αδόκιμης αύριο 
με παρελθόν διαρκώς διψασμένο. 
Το πώς και το γιατί ξεψύχησαν αναπάντητα 
και η πεθυμιά αλυχτά ακρωτηριασμένη. 

Κι εγώ,
κάθε που ανταμώνω μια ξεκουρδιστη κιθάρα 
θυμάμαι το φάλτσο πέταγμα της ψυχής μου.
Εκείνο που μου 'λεγες πως θα σιάξει 
σαν τα φτερά μου ακραγγίξουν τα χείλη σου. 

Μ’ αλίμονο... 
... έχω ξεχάσει από πάντα να πετώ. 

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου 
30/11/15



Fabian Perez Fabian Perez Cale (Spanish Guitar)