ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αστέρι. Ένα αστέρι μικρό. Έτσι το έβλεπαν οι άνθρωποι από τη γη, μικρό και με αδύναμο φως. Κρεμόταν εκεί ψηλά στον ουρανό, αγκιστρωμένο στο μαύρο στερέωμα και κάθε βράδυ χάριζε απλόχερα το φως του και μοίραζε τη λάμψη του κάτω στη γη.
Αυτό το αστέρι, λοιπόν, είχε την ατυχία να αγαπήσει το φεγγάρι. Μαγεύτηκε από το στρογγυλό του σχήμα και τα θλιμμένα μάτια που ήταν πάντα ζωγραφισμένα πάνω στην επιφάνειά του. Ήταν όμως τόσο μα τόσο μακριά του που με το ζόρι και το ίδιο το φεγγάρι το πρόσεχε. Σπάνια έστρεφε το βλέμμα προς το μέρος του, αλλά και το αστεράκι δε μπορούσε να κάνει πολλά για να έρθει πιο κοντά του. Πώς να παραβεί τους νόμους της φύσης;
Μια νύκτα όμως, η ανάγκη του να πλησιάσει έστω και μια στάλα παραπάνω ό,τι λάτρευε το ώθησε να αγνοήσει του παγκόσμιους νόμους τους σύμπαντος και έκανε κάτι απίστευτα τρελό. Άρχισε να σπρώχνει τη συμπαγή του μάζα προς το φεγγάρι. Ξαφνικά σαν κάποιος να του έκοψε την κλωστή που το κρατούσε άρχισε να πέφτει στη γη.
Έπεφτε, έπεφτε, έπεφτε και προσγειώθηκε μέσα σε μια λίμνη. Το καημένο το αστεράκι είχε προσπαθήσει τόσο μα τόσο πολύ να βρεθεί ένα βήμα πιο κοντά στο φεγγάρι και ξαφνικά είχε καταλήξει να χάσει ολόκληρο τον ουρανό. Έμεινε βυθισμένο μέσα στο νερό να δακρύζει και ούτε τα δάκρυά του να μη βρίσκουν προορισμό αφού κι αυτά χάνονταν μέσα στα ίδια τα νερά που το κάλυπταν. Η λύπη του δεν περιγράφονταν.
Κάποια στιγμή νύχτωσε. Το αστέρι ένιωσε να κόβεται στα δυο σαν είδε ότι είχε χάσει ακόμα και το δικό του φως και τώρα όχι μόνο ήταν καταδικασμένο να υπάρχει στον πάτο μιας λίμνης ανάμεσα σε βρύα και ψάρια, αλλά είχε χάσει και το λόγο της ύπαρξής του. Να σκορπά το φως γύρω του. Σφίχτηκε η μικρή του καρδιά και δάκρυα ανάβλυσαν και πάλι από τα στρογγυλά ματάκια του.
Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα όταν ξαφνικά είδε το φεγγάρι να εμφανίζεται περίλαμπρο και ολόφωτο πάνω στην επιφάνεια της λίμνης. Κοίταζε και ξανακοίταζε και δεν πίστευε στα μάτια του. Ό,τι αγαπούσε σε αυτόν τον κόσμο ήταν μόλις δυο μέτρα μακριά του. Όχι βέβαια, αυτό καθαυτό, αλλά η αντανάκλασή του. Ακόμα όμως κι αυτή ήταν αρκετή αφού μπορούσε να βλέπει τη λάμψη του και να αντικρίζει το θλιμμένο του πρόσωπο πάνω στην επιφάνειά του νερού. Και ξαφνικά δεν είχε σημασία αν είχε χάσει τον ουρανό, ούτε αν ήταν κρυμμένο στον πάτο μιας λίμνης. Του ήταν αρκετό ότι κάθε βράδυ ό,τι αγαπούσε θα εμφανίζονταν μπροστά του ακόμα και μέσω αυτής της αντανάκλασής του.
Είναι φορές που η αγάπη βρίσκεται μακριά και μοιάζει απροσπέλαστη. Αξίζει όμως να θυσιάσεις κάθε ουρανό, αξίζει να συμβιβαστείς ακόμα και με την αντανάκλασή της, γιατί από μόνη της η αγάπη όταν συμβαίνει και είναι αληθινή κρύβει μέσα της τόσο μεγαλείο που είναι πέρα από γήινες υποστάσεις και νόμους της φύσης.
Σταυρούλα Δεκούλου
Το παρόν παραμύθι έχει δημοσιευτεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ανθρώπων Έργα, Τεύχος 7, Ιούνιος 2015. Τα συνοδευτικά σκίτσα ανήκουν στη γράφουσα.