Xρόνια πολλά πριν, τόσο παλιά που η πραγματικότητα γίνεται μύθος και οι μύθοι χάνονται μέσα στους αιώνες, ένας άνδρας, ο Νικόλαος, αποφάσισε ν’ ανέβει στο βουνό των Θεών, τον Όλυμπο και ν’ αναμετρηθεί με τον Άρη, τον θεό του πολέμου, για τον τίτλο του πιο καλού πολεμιστή Ας πάρουμε όμως την ιστορία μας από την αρχή.
Τον καιρό εκείνο όταν ο Δίας έταξε την Αφροδίτη στον Ήφαιστο κι αυτή προσπάθησε να το σκάσει με τη βοήθεια του Απόλλωνα, εκείνος από τον θυμό του και στην προσπάθειά του να τους σταματήσει, μη μπορώντας όμως να τρέξει, τους πετάξε έναν διπλό πέλεκυ που στην κορυφή του είχε την αιχμή ενος δόρατος. Το πέταξε με τόση δύναμη που διαπέρασε τους ιερούς χιτώνες και των δυο θεών και καρφώθηκε με δύναμη σε έναν βράχο ακινητοποιώντας τους.
Ο Ήφαιστος έσυρε τη γυναίκα του πίσω στο εργαστήρι του και ο Απόλλωνας έφυγε στα γρήγορα για την ψηλή κορφή του Ολύμπου. Ο διπλός πέλεκυς έμεινε καρφωμένος στον βράχο και ποτέ κανείς δεν κατάφερε να τον τραβήξει από κει μήτε θνητός μήτε αθάνατος. Τα χρόνια πέρασαν και ο πέλεκυς παρέμενε στο βράχο σαν αξιοθεάτο να καταμαρτυρά την αποτυχημένη προσπάθεια της Αφροδίτης να γλυτώσει απο τη συζυγική εστία του Ηφαίστου.
Ήταν αλήθεια ξεχωριστός αυτός ο πέλεκυς. Δουλεμένος από το χέρι το πρωτομάστορα του κόσμου. Το μέταλλό του είχε λιώσει χιλιες φορες στη φωτιά του Ηφαίστου και είχε παγώσει στα νερά της Στύγας. Το μέταλλό του το χτύπαγε και το λείαινε χίλια μερόνυχτα και την κόψη του την είχε ακονίσει χίλιες φορές από την κάθε πλευρά. Είχε τη δύναμη χιλίων σπαθιών, αλλά χρειάζονταν και την ανδρεία χιλίων ανδρών για να το κρατήσεις στα χέρια σου.
Ένας πέλεκυς που μέσα του έκρυβε τη δύναμη του κόσμου. Τόση, που ένα χέρι δυνατό θα μπορούσε με ένα χτύπημα να κόψει τον κορμό του δέντρου που κρατούσε κι αυτήν ακόμα την γη. Ο πέλεκυς έπαιρνε δύναμη απο την ψυχή του ανδρείου που τον κρατούσε και η ψυχή από τον πέλεκυ. Ένα ξόρκι χαμένο στις αρχές του χρόνου, δεμένο με φωτιά και ατσάλι. Μάταια είχε προσπαθήσει ο Άρης, ο θεός του πολέμου να αποδεσμεύσει τον πέλεκυ από το βράχο. Ό,τι κι αν είχε κάνει δεν είχε φέρει αποτέλεσμα. Η λάμα του έμενε σφηνωμένη και αμετακίνητη εκεί μέσα στο βράχο.
Εκείνον τον καιρό ένας άνδρας διάβαινε την πορεία του στη γη. Ο Νικόλαος ! Γεννημένος στρατηγός, αναθρεμμένος πολεμιστής, δουλεμένος στην ορμή και στη βουή της μάχης. Το κορμί του στόλιζαν σημάδια από όλες τις μάχες του κόσμου. Σημάδια ανδρείας και θάρρους. Οι στρατηγοί του τον λάτρευαν και οι στρατιώτες του θα πέθαιναν γι’ αυτόν χωρίς δεύτερη σκέψη. Είχε μέσα του το θάρρος χιλίων ανδρών....
Μια μέρα ο δρόμος τον έβγαλε στο μονοπάτι του πέλεκυ των αιώνων. Πλησίασε απο κοντά να δει αυτό για το οποίο μιλούσαν οι προγόνοι του και οι συνομίληκοί του. Ήταν αλήθεια θεόφτιαχτο το όπλο αυτό. Άπλωσε το χέρι του να το αγγίξει και μια ενέργεια τον διαπέρασε. Σαν να του μιλούσε ο ίδιος ο πέλεκυς. Σαν να του είπε ‘’τράβα με άρχοντά μου, εσένα περίμενα τόσα χρόνια’’. Ο Νικόλαος ακολουθώντας αυτή τη μυστική φωνή έπιασε γερά τον πέλεκυ και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία τον τράβηξε απο το βράχο.
Ο πέλεκυς ήταν ελεύθερος και ο Άρης έτριζε τα δόντια του απο τη ζήλια του. Ο Νικόλαος γύρισε πίσω στο στρατό του περήφανος και ευτυχισμένος για το κατόρθωμά του, αλλά όχι αλλαζονικός. Οι στρατιώτες του τον περιέβαλαν με θαυμασμό και του επιφύλαξαν τιμές ήρωα. Πήγε στο σπίτι του να βρει τη μάνα του και την αδερφή του και βρήκε το σπίτι αδειανό. Του φάνηκε παράξενο. Μάταια ρωτούσε κι έψαχνε. Κανεις δεν ήξερε. Κανείς δεν είχε δει. Και τότε μια παρουσία χαχανίζοντας του ψιθύρισε,
‘’Τις γυναίκες σου αν θες να βρεις στον Όλυμπο να ανέβεις. Εκεί σε περιμένει ο Άρης σε αγώνα άνισο και αν τον νικήσεις τα θηλυκά θα πάρεις πίσω, αλλιώς όλοι μαζί θα κατεβείτε στον Άδη, χαχαχαχαχαχαχα’’
Τινάχτηκε ο Νικόλαος σαν να τον είχε χτυπήσει ρεύμα και χωρίς δεύτερη σκέψη ενημέρωσε το στράτευμά του οτι θα έφευγε αμέσως για τον Όλυμπο. Δεν δέχτηκε να τον συνοδεύσει κανείς. Αυτό ήταν ένα ταξίδι μάλλον χωρίς γυρισμό και δεν θα μοιραζόταν ποτέ την μοίρα του με κανέναν άλλον. Ήταν δικό του αυτό το ριζικό. Όλη νύχτα προχωρούσε και το πρωί τον βρήκε να ανεβαίνει τους πρόποδες του Ολύμπου. Δε λογάριαζε κούραση μήτε πείνα μήτε νύστα. Όσο προχωρούσε ο θυμός του θέριευε για την κακία του θεού. Ένα θεό που υπηρετούσε εν μέρει και πάντα τιμούσε. Έναν θεό που τώρα θα έπρεπε να πολεμήσει. Κι έτσι έγινε...
Πριν το μεσημέρι βρισκόταν έξω απο το βασίλειο των θεών κι εκεί ο Άρης τον περίμενε γεμάτος ζήλια και κακία. Ποιος ηταν αυτός ο ταπεινός θνητός που άξιζε τον πέλεκυ πιότερο απο τον ίδιο τον θεό του πολέμου; Η μάχη άρχισε αμέσως και ο Νικόλαος δεν πίστευε στα μάτια του ότι πολεμούσε με τον θεό του πολέμου. Στα χέρια του κρατούσε τον πέλεκυ και ο θεός αντάριαζε σε κάθε χτύπημα του στρατηγού. Ένιωθε τη δύναμη του όπλου στα χέρια του και τον σεβασμό που έδειχνε σε αυτόν που το κράταγε. Ήταν ζωντανό αυτό το όπλο και είχε διαλέξει τον κτήτωρά του. Όμως αυτό του ήταν πολύ για να το δεχτεί και να το χωνέψει ο αιμοσταγής θεός. Ο Νικολαος απέφευγε με δεξιοτεχνία κάθε χτύπημα του θεού και ανάλογα του κατάφερνε κάμποσα δικά του. Ο πέλεκυς του Νικόλαου άστραφτε όταν χτύπαγε το δόρυ και το σπαθί του θεού. Και η μάχη συνεχιζόταν. Κάθε ώρα που περνούσε χάριζε κι ένα σημάδι ακόμα πάνω στο κορμί του Νικόλαου, όμως αυτός ήταν αποφασισμένος να πάρει τις γυναίκες πισω.
Οι ώρες περνούσαν, νύχτωσε και ξημέρωνε πάλι και οι δυο άνδρες, θνητός ο ένας, αθάνατος ο άλλος συνέχιζαν να πολεμούν. Ο ήχος των όπλων τους αντηχούσε όλη νύχτα και κανείς στον επίγειο κόσμο δεν είχε κατάφερε να κοιμηθεί. Κι εκεί λίγο μετά την ανατολή του ήλιου ο Νικόλαος μαζεύοντας όση δύναμη του είχε μείνει έκανε μια στροφή γύρω από τον άξονά του και κατέβασε με όλη του τη δύναμη τον πέλεκυ πάνω στο σπαθί του Άρη. Κι αυτό έσπασε...
Ένας κεραυνός συντάραξε τον κόσμο και εμφανίστηκε ο Δίας. ‘’Ο αγωνας ελαβε τελος ‘’ βροντοφωναξε. ‘’Νικόλαε πάρε τις γυναίκες σπίτι σου και ο Άρης δεν θα ξανασταθεί στο δρόμο σου. Ο πέλεκυς των αιώνων ειναι δικός σου’’. ‘’Άρη’’ είπε ο Δίας γυρνώντας στον θεό, ‘’ο γενναίος αυτός νίκησε με την αξία του. Έχει τη δύναμη και την ψυχή χιλίων ανδρών. Αυτός είναι ο κτήτωρας του πέλεκυ’’
Ο Νικόλαος πήρε τις γυναίκες του και γύρισε πίσω στον τόπο του. Δεν ζητωκραύγασε ούτε περηφανεύτηκε που νίκησε τον θεό. Την ιστορία τη λένε οι ραψωδοί χρόνια τώρα κι έτσι έφτασε ως τα σήμερα. Λένε ακόμα για έναν άντρα που κάποτε νίκησε τον θεό του πολέμου, που στην ψυχή του είχε τη δύναμη χιλίων ανδρών και που ως τα βαθειά του γεράματα κράδαινε στο χέρι του τον πέλεκυ των αιώνων, και προστάτευε τον τόπο του με αυτόν.
Τον έλεγαν Νικόλαο !
ΤΕΛΟΣ
Ήταν ένα ακόμα συνταξίδεμα στο δρώμενο της Αριστέας μας,
Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι !