Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Πρόβα νυφικού


Τις ώρες του δειλινού

φορώ της προσμονής το νυφικό 
κι αγναντεύω τη θάλασσα.

Με αλάτι του χρόνου
σκαριφίζω το αύριο 
απαλείφοντας τα χνάρια του -δεν-.

Προσμένω τότε να φανείς 
φορώντας τον καιρό στα γένια σου 
και καρτερώ να μερέψω τις θύελλες των ματιών σου.

Λυκαυγή σε γνώρισα...

Χαραυγή σε βαφτίζω...

26/3/15
Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου

Χρόνος καινός


Χρόνος καινός
κι οι παριστάμενοι χορεύουν.
Πιάνουν την πένα απ’ την αρχή
και σε μια νέα λευκή σελίδα
γυρνούν και ονειρεύονται.
Μα εγώ σιωπηλά τους θωρώ...
Πώς να καμωθώ πως ξεκινώ
σε μια καινούρια παράγραφο
αφού στην πρότασή μου λείπει η τελεία;

Χρόνος καινός
κι εγώ απάνω στις ίδιες χαρακιές της ψυχής μου
απλώνω βάλσαμο να μη πονούν
μα το γιατί κυλά στ’ ανάμεσά τους. 
Μικρές ανάσες χαρίζω στα χνάρια μου
ζωγραφίζοντας αποσιωπητικά
μ’ ένα κομμάτι κάρβουνο.

Χρόνος καινός
μα εγώ υπάρχω από πάντα
και στο παλιό ανασταίνομαι.
Έχω μάθει να αγαπώ τη συνέχεια
και κάθε που μια καμπύλη ξεκινά το ταξίδι της,
Εγώ, σαν συναντά την αρχή της,
κύκλος γίνομαι αιώνιος
που τη ζωή στεφανώνει.



Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
9/1/16

Brooke Shaden Photography

Το παραπάνω ποίημα ήταν η συμμετοχή μου στο 10ο Συμπόσιο Ποίησης που διοργάνωσε η Αριστέα μας στο όμορφο σπιτικό της Η ζωή είναι ωραία. 
Το συμπόσιο αυτό έγινε αφορμή να γνωρίσω πολλούς όμορφους και ξεχωριστούς ανθρώπους 
και να ταξιδέψω με τη γραφή τους. Αυτό ήταν και το κορυφαίο βραβείο για μένα .
Συγχαρητήρια σε όσους διακρίθηκαν και σε όλους όσους κατέθεσαν το χνάρι της γραφίδας τους προς τέρψιν όλων μας !

(Για όσους αναρωτιέστε τι έπαθα και ευχαριστώ και κοινοποιώ εκ των υστέρων είναι ότι τώρα έμαθα πώς να βάζω συνδέσμους που να οδηγούν στα σπιτικά σας. 
Μικρή είμαι ακόμα -στο χώρο του blogging- θα μάθω )


Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Προσμονή αντάμωσης


Θα πορευτώ με μια ρακένδυτη ψυχή
σε μονοπάτια ορφανών ονείρων
και με συναίνεση
θα ντυθώ την απουσία σου.

Σε δυο χούφτες νερό
-τόση είν’ όλη κι όλη η θάλασσα που μου χαρίστηκε-
με μια σχεδία θα ταξιδέψω
κι ας κοινωνήσω ένα ακόμα ναυάγιο.

Μα η αυγή με βρίσκει να κλέβω νότες 
από των γλάρων το σμίξιμο 
για να σου πλέξω ένα τραγούδι 
να σ’ αγκαλιάσει στον γυρισμό σου.



Με συστολή κρυφοκοιτάζω την αύριο. 
Η λυκαυγή έχει άρωμα αντάμωσης 
και γεύση από γλυκό τριαντάφυλλο 
που μου φιλά τα χείλη.


Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
20/1/16

Ήταν η συμμετοχή μου στο Παίζοντας με τις λέξεις #6 που διοργάνωσε η αγαπημένη μας Μαρία 
στο σπιτικό της. Ευχαριστώ από καρδιάς για τη φιλοξενία και τη ζεστή αγκαλιά, όσους στάθηκαν στα λόγια μου και όσους τα προσπέρασαν και για το όμορφο δώρο της τύχης ! 

Στου ορίζοντα την άκρη



Στου νοητού σου του ορίζοντα το χνάρι
μια νύχτα με ολόγιομο φεγγάρι,
μόλις  σε είδα πήγα κι έκατσα πιο δίπλα
κι άρχισα να σου λέω παραμύθια.





Γι’ αστέρια που τα βράδια τραγουδούσαν,
δράκους που στα ουράνια πετούσαν,
νεράιδες που ‘ χαν λίμνες αντί μάτια
που μέσα πνίγεσαι και γίνεσαι κομμάτια.


Καρδιά, δε ζήτησα απόδειξη αν είχεις,
γιατί θωρούσα πως πληγές σωρό κατείχες.
Στα λόγια είπα να σε ταξιδέψω
και λίγο από τον πόνο σου να κλέψω.


Ξημέρωνε, τα λόγια συνεχίζαν
τα μάτια μου στον πόνο σου δακρύζαν.
Ποτάμι γίναν κι είπα, έλα να σε νίψω
με τα δυο χέρια τις πληγές σου να καλύψω.


Κι εσύ δυνάμωσες καθώς περνούσε ο χρόνος,
μα ήσουν πάντα σκοτεινός κι έλεγες, μόνος
πως είχες μάθει στη ζωή να προχωράς
κι όσους δακρύζουν μ’ ειρωνία να κοιτάς.



Το δρόμο πήρα για του φεγγαριού τη χάση 
τα δάκρυα μάζεψα σε ασημένιο τάσι.
Τι τάχα πάντα κάποιος θα πονάει
και νάμα της ψυχής θ’αναζητάει.




Ήμουνα λέει μια φορά κι έναν καιρό 

στου νοητού σου του ορίζοντα την άκρη.

Δε μετανιώνω για τα λόγια που σου είπα
μήτε για το μετέωρο το δάκρυ.


Θα περπατώ και θα μετράω στα ουράνια
αστέρια που ‘χουν τέλος και αρχή
Κι όταν το φωτεινότερο αντικρίσω
Θα στο χαρίσω να το έχεις για ψυχή.

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου

5/3/14





Αυτό το ποίημα, δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει και φτάνει στο όμορφο σπιτικό της Αριστέας μας για να δώσει τη σκυτάλη σε ένα ακόμα όμορφο παραμύθι σε μια γιορτή που λέγεται
Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι !



Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Ανέμων ψιθύρισμα...



Σταθείτε λοιπόν κι αφουγκραστείτε 
στο συναπάντημα των ανέμων, 
τους ψιθύρους τους 

καθώς φυλλομετρούν τ' άλικα ρόδα'

αυτά που βαφτίζω σε αψέντι και μέλι 
και σε κερνώ τις αφέγγαρες νύχτες.

Είναι τότε που τ' άστρα σπέρνεις μέσα μου

κι εγώ ταπεινά τα γεννώ πριν καν ξημερώσει.
Κι ανασταίνω το φως στης νύχτας τ' ανάμεσα
και με το γάλα των γλάρων το φιλεύω
και το βαφτίζω θάλασσα.

Κι εσύ, της αλμύρας,


ανείπωτό μου όνειρο 
σ' αόρατο σκαρί, με ρότα τις θύελλες 
τα κύματα μερεύεις 
και την ψυχή σου με τον λευκό τους αφρό κοινωνάς

...ώσπου να με ξανανταμώσεις 

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
14/5/15




Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Γυναίκα από νερόχρωμα


Γυναίκα από νερόχρωμα,

Ποιο να ‘ναι τ’ όνομά σου;
Ποια τα όνειρα και ποια η σκέψη σου;
Ανέτειλες ένα απόγευμα μέσ' απ' τα όνειρά μου
με χρώματα μοναδικά.
Ήταν τα μαλλιά σου χρυσά 
σαν τον ώριμο ήλιο του μεσημεριού
Ήταν τα μάτια σου πράσινα 
να στάζουν ελπίδα.
Δυο ρόδα άνθισαν στα χείλη σου,
που σαν τα φίλησα, άνοιξαν 
και νύμφες μικρές γεννήθηκαν απ’ το χαμόγελό σου

Σάρκα αγνή κι ευγενική
με το δικό μου λευκό 
σβήνω τα μελανά σημάδια του πόνου σου
και τα σκεπάζω με ροδαλά φιλιά.
Μάτια θάλασσες δακρύσατε 
και μπλε έσταξε πάνω στα σεντόνια
γεννώντας έναν ακόμα ουρανό. 

Γυναίκα από νερόχρωμα 
υπήρχες πάντα εκεί αέρινη και αόρατη,
άχρωμη και διακριτική.
Κι ένα απόγευμα εγώ έσκυψα πάνω σου 
και σε χρωμάτισα 
με αγάπη και αρώματα
Τα μαλλιά σου να ευωδιάζουν κανέλλα
και λεμονανθούς 

Γυναίκα από νερόχρωμα,
Πολύτιμη ύπαρξη με γεύση και άρωμα
Άφησα τα χείλη σου τελευταία, 
να μυρίζουν δυόσμο και γιασεμί
και με γλυκά φιλιά σε σκέπασα
και μέσα σου πνοή εμφύσησα. 
Να ζωντανέψεις και να υπάρξεις
Να είσαι αληθινή ή να ΄μαι άξιος εγώ 
να ζήσω αυτό το όνειρο.

Γυναίκα από νερόχρωμα...

Φιλιά δυόσμου να σου κλέβω 
μέχρι το τέλος του κόσμου αυτού !

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
1/7/14

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Σαν χαθώ

Σαν χαθώ, θέλω να γίνω γιασεμί, 
να ξεδιψώ στις άκρες των ματιών σου.
Κρίνο να γίνω, να σου μαρτυρώ 
κάθε που η πασχαλιά σιμώνει.
Να με διαλέγεις, να με γλυκοφιλάς 
και να με αποθέτεις σιμά στην κλίνη του Ενός,
σαν τραγουδούν το ρέκβιεμ της θυσίας Του,
γλυκό χαμό στα χέρια σου να γεύομαι.

Να γίνω δρόσος της νυχτιάς 
να σου φιλώ τα χείλη κάθε πύρινο Αύγουστο. 
Αραξοβόλι λιαδερό, 
να στεγνώνεις την αλμύρα στα γένια σου, 
κάθε που απανεμίζεις 
από τα τόσα της ψυχής ταξίδια. 
Μια πεταλούδα στο ρόδο απάνω , 
εκειό το άλικο, που πιότερο αγαπάς. 

Μα...
σαν χαθώ, αγαπημένε μου, 
τίποτα απ' όλα αυτά ποτέ, 
δεν θα μπορέσω εγώ να γίνω.
Σκόνη στον άνεμο, χώμα στη γη θα 'μαι πια,
που ίσως κάποτε μ' ένα σου δάκρυ ξεδιψάσει 
και μια ψυχή, 
που ίσως μ' ένα σου λυγμό αναπαυτεί. 
Κι ένα πάραπονο κρυφό, 
που όλα αυτά ποτέ δεν έμαθες 
και ούτε θα μπορέσω πλέον να σου πω.

Ανείπωτα θα μείνουν... 


Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου

11/12/14

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Σελήνη, ένα δαχτυλίδι χαμένο στην αρχή του χρόνου.


Μια φορά κι έναν καιρό, βαθειά στην καρδιά ένος δάσους, μια φυλή έφτιαξε τις καλύβες της και ζούσε εκεί μονιασμένα. Ήταν όλοι φίλοι και μοιράζονταν τα πάντα. Ποτέ και τίποτα δεν έγινε αφορμή να τους χωρίσει ή να δοκιμάσει την όμορφη φιλία τους. Ακόμα και στις μάχες που έκαναν με τις αντίπαλες φυλές πάντα πολέμαγαν σαν μια γροθιά, πλάτη με πλάτη ώστε να είναι ο ένας η κάλυψη του άλλου. Ακόμα και τα λάφυρα που έπαιρναν τα βάζανε σε πουγκιά και ο καθένας τραβούσε από ένα στην τύχη ώστε κανείς να μην ζηλέψει του διπλανού του ούτε και να αντιδικήσουν για κάποιο από αυτά.

Αυτή την παρέα ζήλεψαν η Διχόνοια και η Απληστία, δυο κακές θεές αδερφές που η χαρά τους ήταν να υποβιβάζουν την ύπαρξη και το μεγαλείο της ψυχής του ανθρώπινου είδους και αποφάσισαν να την διαλύσουν, λες και τις ενοχλούσε σε κάτι. Όμως αυτές οι κακές θεές από αυτά τρέφονταν και δυνάμωναν. Ίσως να μην έφταιγαν ούτε και οι ίδιες αφού γι’ αυτό γεννήθηκαν και αυτός ήταν ο ρόλος τους στο σύμπαν. Ίσως αλήθεια να μην είχαν ποτέ επιλογή. Άνοιξαν το σεντούκι τους και μετά από πολλή σκέψη διάλεξαν ένα δαχτυλίδι, ολοστρόγγυλο, ολόχρυσο που πάνω του ήταν χαραγμένο το όνομα Σελήνη. Ήταν το μαγικό όνομα του δαχτυλιδιού. Ένα όνομα χαμένο στο χρόνο, χαραγμένο σαν από πάντα, λες και όταν έλιωσε ο χρυσός για να το φτιάξουν άφησε επίτηδες κενό στα συγκεκριμένα σημεία ώστε η δύναμη του δαχτυλιδιού να χαράξει από μόνη της το όνομά της.

Ήταν ένα δαχτυλίδι ξεχωριστό από τ’ άλλα. Ο χρυσός του ήταν καθαρός, είχε λιώσει στο κέντρο της γης, εκεί που ούτε θνητοί ούτε δαίμονες μπορούσαν να το αγγίξουν ή να το μαγέψουν και αφού έλιωσε, πάγωσε βαθειά στον άπατο ωκεανό μέχρι που έγινε συμπαγές. Ύστερα ο θεός της φωτιάς το κράτησε με τα δυνατά του χέρια και ο θεός των ουρανών έριξε έναν κεραυνό και του έδωσε το τέλειο στρογγυλό του σχήμα. Σε αυτό το δαχτυλίδι όλοι οι θεοί έκρυψαν κι ένα δωρό. Ο ένας έβαλε πλούτη και ο άλλος δύναμη, άλλος έκρυψε πνευματική διαύγεια και άλλος την ικανότητα να οδηγείς τα πλήθη. Όλοι το είχαν ακουστά αυτό το δαχτυλίδι μα ποτέ κανείς δεν το είδε. Ήταν κρυμμένο και χαμένο για αιώνες φοβούμενοι ότι οι άνθρωποι θα έφταναν στα άκρα για να το αποκτήσουν. Αυτό το δαχτυλίδι λοιπόν ανέσυραν από το σεντούκι τους οι δυο αδερφές και άρχισαν να καταστρώνουν το καταχθόνιο σχέδιό τους.

Μια βραδιά χωρίς πολλά άστρα στον ουρανό, γιατί δεν ξέρω αλήθεια αν γνωρίζετε, ότι τα πολύ πολύ παλιά χρόνια δεν υπήρχε φεγγάρι στο ουράνιο στερέωμα παρά μόνο αστέρια. Σε αυτό το λίγο φως των αστεριών αρκούνταν οι άνθρωποι τις νύχτες και στη φωτιά που φρόντιζαν να κρατούν αναμμένη όλη νύχτα. Μια βραδιά πιο σκοτεινή από τις άλλες αφού τα σύννεφα στον ουρανό εμπόδιζαν ακόμα κι αυτό το λίγο έναστρο φως να φτάσει στη γη, οι δυο θεές πήραν το δαχτυλίδι και το πέταξαν με τόση δύναμη στο χωριό των ανθρώπων που όλος ο τόπος ταρακουνήθηκε σαν να έκανε σεισμό. Πετάχτηκαν από τα στρωσίδια τους όλοι όρθιοι και τρομαγμένοι από το παράξενο αυτό φαινόμενο και μαζεύτηκαν στο κέντρο του χωριού ψάχνοντας να βρουν τι είχε συμβεί. Εκεί αντίκρυσαν αυτό που δεν πίστευαν ότι θα έβλεπαν ποτέ τους.

Πέρασε ώρα πολλή και όμως παρέμεναν σιωπηλοί και ακίνητοι μπροστά στο δαχτυλίδι που ήταν πεσμένο στο χώμα. Δεν ήξεραν αν έπρεπε να το αγγίξουν και ποιος από όλους θα έπρεπε να το κάνει αυτό. Τη σιωπή έσπασε κάποια στιγμή η φωνή της Διχόνοιας, η οποία στάθηκε αναμεσά τους και με δυνατή φωνή είπε,

- Μόνο ο πρώτος της φυλής, ο πιο γενναίος, ο πιο δυνατός, ο πιο έξυπνος, ο πρώτος μεταξύ όλων σας θα μπορέσει να πάρει αυτόν τον πολύτιμο θησαυρό στα χέρια του. Μόνο αυτός θα καρπωθεί όλα τα δώρα του δαχτυλιδιού που είναι τόσους αιώνες κρυμμένα μέσα του.

Ένας ψίθυρος άρχισε να ακούγεται που σιγά σιγά έγινε φωνές και οι φωνές κραυγές και οι κραυγές ουρλιαχτά και ξαφνικά όλοι άρχισαν να παλεύουν με όλους και να τσακώνονται. Όλα μονομιάς έδειχναν να έχουν χαθεί. Η φιλία, η αγάπη, η ομόνοια, η ισότητα, όλα σκόρπισαν σαν σκόνη στον άνεμο και οι θεές γελούσαν και έτριβαν τα χέρια τους από την τόση ικανοποίηση.

Πέρασαν ώρες πολλές και η αντάρα ξεθύμανε και όλος αυτός ο χαμός καταλάγιασε, γιατί οι άνθρωποι, που είναι από τη φύση τους καλοί, ακόμα κι όταν παρασύρονται, έρχεται κάποια στιγμή που λογικεύονται και ανασυντάσσονται, παίρνουν βαθειές ανάσες και αναπροσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους απέναντι σε ό,τι διδάχτηκαν να αναγνωρίζουν και να τιμούν. Ένας γέροντας τότε, τα χρόνια του οποίου είχαν πάψει από καιρό να μετρούν πλησίασε τους ανθρώπους και είπε,

- Είμαι σε αυτή τη φυλή από τότε που καρφώθηκε ο πρώτος πάσαλος στη γη για να στηθεί η πρώτη σκηνή. Ποτέ μέχρι τώρα δεν ξανάδαν τα μάτια μου τέτοια ντροπή και τέτοια οργή. Δεν είμαστε έτσι εμείς. Η φυλή μας στηρίζεται στην αγάπη και την ομόνοια. Ποτέ και τίποτα δεν στάθηκε ικανό να μας χωρίσει. Και τωρα εσείς για ένα δαχτυλίδι... Τι σας έλειψε αλήθεια και τι ζηλέψατε ; Τι παραπάνω θα μπορούσε να σας προσφέρει απ’ όσα μέχρι τώρα έχετε αποκτήσει ;

Όλοι άκουγαν προσεκτίκα τον σοφό γέροντα και ντρέπονταν για την αδυναμία και τον παραλογισμό που είχαν δείξει νωρίτερα. Ο γέροντας έπιασε το δαχτυλίδι από το έδαφος και τους κάλεσε όλους να κάνουν ένα κύκλο γύρω του. Άπλωσαν τα χέρια τους πάνω στον γέροντα και αυτός σηκώνοντας το χέρι του ψηλά και κρατώντας το δαχτυλίδι φώναξε,

- Δαχτυλίδι των θεών και των δώρων δεν έχει θέση για σένα εδώ. Σε αυτόν τον τόπο δε χωράς σε κανένα δάχτυλο. Εδώ κανείς δεν θα πολεμήσει για χάρη σου όσο πολύτιμα δώρα κι αν κρύβεις μέσα σου γιατί είναι ευτελέστερα από την ομόνοια και την αγάπη που μας διακατέχει. Εδώ είμαστε όλοι για έναν και ένας για όλους. Και τινάζοντας το χέρι του προς τα πάνω πέταξε το δαχτυλίδι του ψηλά στον ουρανό.

Τότε, μια λάμψη φώτισε τα ουράνια και μια φωνή ακούστηκε. Ήταν η φωνή από τη λάβα της γης που είχε λιώσει τον χρυσό του δαχτυλιδιού και η φωνή του άπατου ωκεανού που το είχε συνθέσει. Ήταν η φωνή του κεραυνού που το είχε κόψει και λειάνει και οι φωνές των θεών που είχαν κρύψει τα δώρα τους σε αυτό το μοναδικό αντικείμενο.

- Ωωω, μεγαλειώδεις θνητοί, εξαίρετα πλάσματα, ξεχωριστοί άνθρωποι, πόσοι αιώνες πέρασαν μέχρι να φτάσει η στιγμή να ακούσω τα λόγια που τώρα λέτε. Αυτά που θα με απελευθέρωναν από τα δεσμά της ύλης. Πόσοι χειμώνες και πόσα καλοκαίρια πέρασαν μέχρι θνητός να ξεστομίσει αυτά που εσείς μόλις είπατε. Εσείς που είστε ενωμένοι σαν μια γροθιά, εύκαμπτοι, αλλά αδιαίρετοι. Εσείς μόλις λύσατε το ξόρκι που με έδενε αιώνια σε ένα ατέλειωτο ταξίδι προσμονής και μου χαρίσατε τη θέση που από την αρχή των χρόνων ήταν γραφτό να έχω.

Το δαχτυλίδι άρχισε σιγά σιγά να ανεβαίνει ψηλά, να διευρύνεται και να γεμίζει και να μετατρέπεται σε μια μεγάλη φωτεινή σφαίρα. Ανέβηκε τόσο ψηλά στο ουράνιο στερέωμα που φώτιζε σαν ένας μικρός ήλιος μες στη νύχτα, αλλά λίγο πιο αδύναμα.

- Από σήμερα και στο εξής δεν θα είμαι δαχτυλίδι, ακούστηκε η φωνή του δαχτυλιδιού, αλλά ουράνιο σώμα, πλανήτης. Θα αναγορεύομαι Σελήνη και θα φωτίζω τα βράδια τον κόσμο σας. Όλα αυτά τα δώρα που οι θεοί έκρυψαν μέσα μου θα χαριστούν στη φυλή σας για να μην ξεχάσει κανείς ποτέ πως η ομόνοια και η αγάπη είναι ισχυρότερες από κάθε δύναμη στον κόσμο αυτό και πως ακόμα και οι θεοί και ο χρόνος ο ίδιος υποκλίνονται μπροστά τους.

Από εκείνη τη μέρα λοιπόν το δαχτυλίδι της αρχής του χρόνου έγινε το φεγγάρι που ακόμα φωτίζει τις νύχτες μας και αν καλοκοιτάξετε τα βράδια που έχει πανσέληνο και ο ουρανός είναι καθαρός θα δείτε στην επιφάνειά του κάπου στη μέση του κύκλου να αχνοφαίνονται κάποια γράμματα και αν δεν με γελούν τα μάτια μου... γράφουν Σελήνη.


ΤΕΛΟΣ






Ο ΑΝΕΜΟΣ


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο Άνεμος. Ναι, ο Άνεμος. Αυτός ο αόρατος που κάνει τα σύννεφα να τρέχουν στον ουρανό και που σηκώνει τα κύματα στη θάλασσα. Αυτός που κάνει τα φύλλα να θροϊζουν και τη ζεστή σάρκα ν’ ανατριχιάζει στο άγγιγμά του.

Ένα δειλινό, σε μιαν ακρογιαλιά και ενώ για μία ακόμα φορά έκανε τα νερά να σκιρτούν, είδε μια γυναικεία μορφή να βγαίνει από τη θάλασσα. Το πιο φυσικό θα ήταν να την προσπεράσει και να συνεχίσει το αντάριασμα του νερού, όμως εκείνος στάθηκε και η ορμή του κόπασε. Απέμεινε σιωπηλός να κοιτάζει τη μισόγυμνη γυναίκα, που τα νερά έτρεχαν ακόμα απάνω της. Την πλησίασε σιωπηλά και μύρισε την αλμύρα στο κορμί της, το άρωμα που η αδερφή του η θάλασσα είχε ποτίσει το δέρμα της.

Και ο Άνεμος ερωτεύτηκε . Εκείνη, σαν να ένιωσε κάποιον γύρω της και τινάχτηκε.

- Ποιος είναι εκεί, ρώτησε, αλλά απόκριση δεν πήρε.

Ο ‘Ανεμος έμεινε γύρω της ασάλευτος, αθόρυβος μην την τρομάξει πιο πολύ.

- Τι να σου πω και πώς να με ακούσεις; είπε εκείνος.

- Ποιος μίλησε; ξαναφώναξε εκείνη.

- Με ακούς; ρώτησε αυτός, χωρίς να καταλαβαίνει ποια μυστική δύναμη είχε ταράξει την ασπίδα που εμπόδιζε θνητούς να δουν και ν’ ακούσουν πλάσματα σαν κι αυτόν.

- Ναι, σε ακούω. Ποιος είσαι; Πού είσαι; ξαναφώναξε εκείνη.

- Είμαι ο Άνεμος, αποκρίθηκε εκείνος.

Η κοπέλα είδε ξαφνικά τον αέρα μπροστά της να πυκνώνει και να σχηματίζεται η μορφή ενός άνδρα. Τα μάτια του ήταν αφύσικα γκρίζα μες στο σκοτάδι και η μορφή του διάφανη. Δεν πατούσε πουθενά, αιωρείτο. Άπλωσε το χέρι της να τον αγγίξει κι ένιωσε στη σάρκα της την παγωμένη πνοή του Ανέμου. Τα δάχτυλά της χάιδεψαν τη μορφή της θείας οντότητας, αλλά εκείνος δεν ένιωσε τίποτα.

- Είσαι τόσο παγωμένος , του ψιθύρισε.

- Εγώ δε μπορώ να σε νιώσω, της είπε. Είναι η κατάρα της αθανασίας. Τίποτα γήινο δε μπορεί να μας αγγίξει, καμιά άισθηση δεν μπορεί να φτάσει στον πυρήνα του είναι μας.

Η νύχτα περνούσε και τα δυο πλάσματα, θνητό και αθάνατο, γυναίκα και άνδρας, προσωρινό και αιώνιο έμεναν εκεί. Μιλούσαν σιγά, κινούνταν ελάχιστα και πλησίαζε ο ένας τον άλλον. Πλησίαζαν και πλησίαζαν και ξαφνικά ο αέρας δάκρυσε, αλλά δεν ένιωσε τα δάκρυά του. Και το κορίτσι τον άγγιξε, αλλά δε χάρηκε τη ζεστασιά της. Τα χείλη της πλησίασαν τα δικά του, αλλά ενώ εκείνη ρίγησε αυτός δεν έιχε τη γεύση της στα χείλη του.

Οι μέρες περνούσαν και οι δυο εραστές μεγάλωναν την αγάπη τους. Ήταν πραγματικά απίστευτο πώς συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όλα τα αιώνια πλάσματα της γης χαίρονταν μα και ζήλευαν τους δυο παράταιρους εραστές, που όμως αλληλοσυμπληρώνονταν σαν δυο σταγόνες νερό, σαν δυο ριπές ανέμου, σαν δυο αχτίδες φωτός. Ο Άνεμος όμως δε μπορούσε να νιώσει την αγαπημένη του. Το σμίξιμό τους άφηνε σε κείνη μιαν αίσθηση θεία ενώ σε εκείνον το απόλυτο κενό. Έπαιρνε χαρά μόνο από τη χαρά της και αικνοποίηση από κάθε λάμψη στα μάτια της, αλλά λαχταρούσε να τη νιώσει όσο πολύ την αγαπούσε.

Κάποτε μην αντέχοντας άλλο, γύρισε τα μάτια του στον ουρανό και έκλαψε. Έκλαψε τόσο δυνατά και τόσο πολύ που το υπέρτατο όν τον λυπήθηκε. Ένιωσε την απελπισία στην καρδιά του τόσο μεγάλη που φοβήθηκε πως αν δεν εβρισκε μια λύση σύντομα ο πόνος του Ανέμου θα γινόταν ανεμοστρόβιλος που θα κατέστρεφε τα πάντα στο πέρασμά του.

- Άνεμε, του φώναξε μια μέρα. Άνεμε, με ακούς ;

- Σε ακούω άρχοντά μου, απάντησε εκείνος με φωνή που έσταζε δυστυχία.

- Αφού είναι τόσο ανυπόφορα οδυνηρό για σένα, θα σου χαρίσω το δικαίωμα να νιώθεις και να αισθάνεσαι την αγαπημένη σου, αλλά θα απαρνηθείς την αθανασία. Θα γίνεις θνητός και ευάλωτος σε καθετί που μπορεί να βλάψει τους ανθρώπους, θα γεράσεις, θα πονάς και θα αρρωσταίνεις όπως εκείνοι και θα χάσεις όλες τις θείες δυνάμεις σου. Ό,τι θες θα το αποκτάς με τον μόχθο σου και μόνο.

- Ναι, άρχοντά μου, σε ευγνωμονώ για τη μεγαλοσύνη σου. Είμαι διατεθιμένος να απαρνηθώ τα πάντα για χάρη της.

- Ας είναι, απάντησε το υπέρτατο ον. Πάρε την αγαπημένη σου και πήγαινέ την στην άκρη ενός γκρεμού που από κάτω θα είναι θάλασσα. Βάλε τη μεσα και αφού ξανοιχτεί στη θάλασσα, βούτα στα νερά του ωκεανού από την κορυφή του γκρεμού. Πέφτοντας στο νερό οι δυνάμεις σου θα σκορπίσουν στο νερό και εσύ θα αναδυθείς θνητός.

- Τρέχω άρχοντά μου, τρέχω, φώναξε ο Άνεμος και γύρισε να πάει στην αγαπημένη του να της πει τα νέα.

- Πρόσεχε Άνεμε, αν ανέβεις εκεί πάνω και δεν πέσεις στο κενό πριν η βάρκα χαθεί στα ανοιχτά, εσύ θα μείνεις για πάντα θεός κι αυτή θνητή και δεν θα την ξανανταμώσεις ποτε.

- Κατάλαβα, φώναξε εκείνος και άρχισε να τρέχει.

Λίγο πριν τη δύση του ήλιου η Νεφέλη ήταν ήδη μέσα σε μια βάρκα στη θάλασσα και ο Άνεμος ετοιμαζόταν να πηδήξει από τον γκρεμό στα άπατα νερά του ωκεανού, ταξίδι στη λύτρωση. Εκέινη την ώρα όμως άνθρωποι κακοί πάνω σε μια βάρκα είδε να πλησιάζουν την αγαπημένη του. Της μίλαγαν πρόστυχα και προσπαθούσαν να πλευρίσουν τη βάρκα. Προσπαθούσαν να την πιάσουν, να λαβώσουν τη σάρκα της και να σκοτώσουν την ψυχή της. Εκείνος ήταν μακριά. Δε μπορούσε να τη βοηθήσει. Εκείνη πάλι δεν τράβαγε κουπί να απομακρυνθεί να σωθεί, μην τάχα και χαθεί από τη ματιά του και μαζί της χαθεί και η μοναδική ευκαιρία που ειχαν να ζήσουν στον κόσμο μαζί.

- Νεφέλη, τράβα κουπί, απομακρύνσου, της φώναξε.

Αυτή όμως δεν τολμούσε να κουνηθεί και τα κτήνη πλησίαζαν. Μπορούσε ακόμη να ακούσει τι έλεγαν τα στόματά τους ότι θα της έκαναν. Μπορούσε να νιώσει ακομα τη μάυρη ψυχή τους και το φαρμάκι που ειχαν για αίμα στις φλέβες τους. Και όλο πλησίαζαν... όλο πλησίαζαν.

Όμως ο Άνεμος δε θα μπορούσε ποτέ να αφήσει την αγαπημένη του να πάθει κακό, όποιο και να ήταν το τίμημα. Με όλη τη θείκή του πνοή φύσηξε δυνατά και ξαναφύσηξε και τα κύματα σηκώθηκαν στο άκουσμα του θεού και παρέσυραν μακριά τα ανθρώπινα μιάσματα. ‘Οσο φυσούσε όμως για να πάει τους εχθρούς μακριά ξεμάκραινε και η βάρκα της αγαπημένης του. Ξεμάκραινε όλο και πιο πολύ ώσπου στο τέλος χάθηκε από τα μάτια του. Και μαζί με την εικόνα της χάθηκε και τ’ όνειρό τους.

- Νεφέλη, φώναξε ξεψυχισμένα. Νεφέλη, αγάπη μου. Αντίο, αγάπη μου, ψιθύρισε και χάθηκε στον ουρανό ηττημένος.

Η Νεφέλη όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί, έπεσε στα ανοιχτά της θάλασσας και εκανε τα παγωμένα νερά αιώνια κατοικία της. Νυμφεύτηκε το θάνατο γιατί έκανε το λάθος να διεκδικήσει τη ζωή. Ο Άνεμος δεν έμαθε ποτέ για το τέλος της αγαπημένης του, ούτε η αδερφή του η Θάλασσα τόλμησε ποτέ να του το ξεστομίσει. Στα άπατα βάθη της έφτιαξε έναν τάφο αντάξιο της αγάπης που είχε ο αδερφός της στη Νεφέλη και την κράτησε για πάντα εκεί.

Ο Άνεμος πιστεύοντας πως η αγαπημένη του ζει, συχνά ανοίγεται στα πέλαγα και ψάχνει να τη βρει. Και όταν αποκαμωμένος και απογοητευμένος πια καταλήγει στο πουθενά, θυμάται πόσο κοντά έφτασε στην ευτυχία και πόσο άδικα την έχασε μέσα από τα χέρια του. Τότε θυμώνει και στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό του τόσο γρήγορα που οι ανεμοστρόβιλοί του μπορούν να προκαλέσουν την υπέρτατη καταστροφή πάνω στη γη. Μια λυσσασμένη δύναμη που κανείς δεν μπορέι να τη δαμάσει.

Την επόμενη φορά που θα δείτε τις καταστροφές που προκαλεί ένας τυφώνας , σκεφτείτε τον πόνο που προκάλεσε η απώλεια μιας αγάπης όταν μια παράξενη νύχτα μια γυναίκα, η Νεφέλη και ένας θεός ο Άνεμος συναντήθηκαν σε μια ακροθαλασσιά .


ΤΕΛΟΣ









































Σε καιρούς χαλεπούς



Τις νύχτες μάζευε τ' αστέρια 
που πέφτανε στη γη
και τάιζε τους δράκους της ψυχής της.

Μα κάθε αυγή, 
έτικτε χίλιους ήλιους
τον κόσμο να φωτίσει.

Έκλεβε πίδακες φωτιάς 
από της γης τα σπλάχνα 
και στόλιζε μ' ολόφωτα 
στεφάνια τα μαλλιά της. 

Κι ύστερα κλώθοντας 
της μοίρας της το νήμα 
κεντούσε πάνω στ ' ουρανού 
τη ρότα του λαού της. 

Παρθένα κόρη, 
μ' εραστές ωκεανούς, 
πνιγμένη στο γαλάζο 
όσο κι αν εβιάστηκε 
όσο κι αν την χτυπήσαν, 
τα μάτια είχε πάντα ορθά 
κι εθώριε εχθρούς και φίλους 

Μα πάντα ορθή, περήφανη 
σαν έβγαινε η φωνή της, 
σταμάταγε ακόμα και η γη 
για ν' ακουστεί σε όλους
το πέταγμα της λεύτερης ψυχής της. 

17/2/15 
Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Είναι μια κόρη

Είναι μια κόρη...


Τις νύχτες λούζει τα μαλλιά της στον Αχέροντα
και σιάχνει χάρτινες βαρκούλες
στη Στύγα ν' αρμενίζουν.

Με ασημοκλωστή πιάνει αγριοπερίστερα
που σέρνουνε το άρμα της
στου φεγγαριού την κοίτη. 

Στου κόρακα τον λυγμό ντύνεται Οδύνη
και σ'ένα δάκρυ βρόχινο βαφτίζεται Λησμονιά. 

Ήτανε νύφη του χιονιά 
με μυγδαλιάς φουστάνι.



Μα, κιότεψε η άνοιξη 

και μ' ορφανά κλονιά 
φιλί δεν ξαναγεύτηκε
και τ' όνειρο εχάθη.

Ήταν μια κόρη κάποτε...

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
26/2/15