Μια φορά κι έναν καιρό, βαθειά στην καρδιά ένος δάσους, μια φυλή έφτιαξε τις καλύβες της και ζούσε εκεί μονιασμένα. Ήταν όλοι φίλοι και μοιράζονταν τα πάντα. Ποτέ και τίποτα δεν έγινε αφορμή να τους χωρίσει ή να δοκιμάσει την όμορφη φιλία τους. Ακόμα και στις μάχες που έκαναν με τις αντίπαλες φυλές πάντα πολέμαγαν σαν μια γροθιά, πλάτη με πλάτη ώστε να είναι ο ένας η κάλυψη του άλλου. Ακόμα και τα λάφυρα που έπαιρναν τα βάζανε σε πουγκιά και ο καθένας τραβούσε από ένα στην τύχη ώστε κανείς να μην ζηλέψει του διπλανού του ούτε και να αντιδικήσουν για κάποιο από αυτά.
Αυτή την παρέα ζήλεψαν η Διχόνοια και η Απληστία, δυο κακές θεές αδερφές που η χαρά τους ήταν να υποβιβάζουν την ύπαρξη και το μεγαλείο της ψυχής του ανθρώπινου είδους και αποφάσισαν να την διαλύσουν, λες και τις ενοχλούσε σε κάτι. Όμως αυτές οι κακές θεές από αυτά τρέφονταν και δυνάμωναν. Ίσως να μην έφταιγαν ούτε και οι ίδιες αφού γι’ αυτό γεννήθηκαν και αυτός ήταν ο ρόλος τους στο σύμπαν. Ίσως αλήθεια να μην είχαν ποτέ επιλογή. Άνοιξαν το σεντούκι τους και μετά από πολλή σκέψη διάλεξαν ένα δαχτυλίδι, ολοστρόγγυλο, ολόχρυσο που πάνω του ήταν χαραγμένο το όνομα Σελήνη. Ήταν το μαγικό όνομα του δαχτυλιδιού. Ένα όνομα χαμένο στο χρόνο, χαραγμένο σαν από πάντα, λες και όταν έλιωσε ο χρυσός για να το φτιάξουν άφησε επίτηδες κενό στα συγκεκριμένα σημεία ώστε η δύναμη του δαχτυλιδιού να χαράξει από μόνη της το όνομά της.
Ήταν ένα δαχτυλίδι ξεχωριστό από τ’ άλλα. Ο χρυσός του ήταν καθαρός, είχε λιώσει στο κέντρο της γης, εκεί που ούτε θνητοί ούτε δαίμονες μπορούσαν να το αγγίξουν ή να το μαγέψουν και αφού έλιωσε, πάγωσε βαθειά στον άπατο ωκεανό μέχρι που έγινε συμπαγές. Ύστερα ο θεός της φωτιάς το κράτησε με τα δυνατά του χέρια και ο θεός των ουρανών έριξε έναν κεραυνό και του έδωσε το τέλειο στρογγυλό του σχήμα. Σε αυτό το δαχτυλίδι όλοι οι θεοί έκρυψαν κι ένα δωρό. Ο ένας έβαλε πλούτη και ο άλλος δύναμη, άλλος έκρυψε πνευματική διαύγεια και άλλος την ικανότητα να οδηγείς τα πλήθη. Όλοι το είχαν ακουστά αυτό το δαχτυλίδι μα ποτέ κανείς δεν το είδε. Ήταν κρυμμένο και χαμένο για αιώνες φοβούμενοι ότι οι άνθρωποι θα έφταναν στα άκρα για να το αποκτήσουν. Αυτό το δαχτυλίδι λοιπόν ανέσυραν από το σεντούκι τους οι δυο αδερφές και άρχισαν να καταστρώνουν το καταχθόνιο σχέδιό τους.
Μια βραδιά χωρίς πολλά άστρα στον ουρανό, γιατί δεν ξέρω αλήθεια αν γνωρίζετε, ότι τα πολύ πολύ παλιά χρόνια δεν υπήρχε φεγγάρι στο ουράνιο στερέωμα παρά μόνο αστέρια. Σε αυτό το λίγο φως των αστεριών αρκούνταν οι άνθρωποι τις νύχτες και στη φωτιά που φρόντιζαν να κρατούν αναμμένη όλη νύχτα. Μια βραδιά πιο σκοτεινή από τις άλλες αφού τα σύννεφα στον ουρανό εμπόδιζαν ακόμα κι αυτό το λίγο έναστρο φως να φτάσει στη γη, οι δυο θεές πήραν το δαχτυλίδι και το πέταξαν με τόση δύναμη στο χωριό των ανθρώπων που όλος ο τόπος ταρακουνήθηκε σαν να έκανε σεισμό. Πετάχτηκαν από τα στρωσίδια τους όλοι όρθιοι και τρομαγμένοι από το παράξενο αυτό φαινόμενο και μαζεύτηκαν στο κέντρο του χωριού ψάχνοντας να βρουν τι είχε συμβεί. Εκεί αντίκρυσαν αυτό που δεν πίστευαν ότι θα έβλεπαν ποτέ τους.
Πέρασε ώρα πολλή και όμως παρέμεναν σιωπηλοί και ακίνητοι μπροστά στο δαχτυλίδι που ήταν πεσμένο στο χώμα. Δεν ήξεραν αν έπρεπε να το αγγίξουν και ποιος από όλους θα έπρεπε να το κάνει αυτό. Τη σιωπή έσπασε κάποια στιγμή η φωνή της Διχόνοιας, η οποία στάθηκε αναμεσά τους και με δυνατή φωνή είπε,
- Μόνο ο πρώτος της φυλής, ο πιο γενναίος, ο πιο δυνατός, ο πιο έξυπνος, ο πρώτος μεταξύ όλων σας θα μπορέσει να πάρει αυτόν τον πολύτιμο θησαυρό στα χέρια του. Μόνο αυτός θα καρπωθεί όλα τα δώρα του δαχτυλιδιού που είναι τόσους αιώνες κρυμμένα μέσα του.
Ένας ψίθυρος άρχισε να ακούγεται που σιγά σιγά έγινε φωνές και οι φωνές κραυγές και οι κραυγές ουρλιαχτά και ξαφνικά όλοι άρχισαν να παλεύουν με όλους και να τσακώνονται. Όλα μονομιάς έδειχναν να έχουν χαθεί. Η φιλία, η αγάπη, η ομόνοια, η ισότητα, όλα σκόρπισαν σαν σκόνη στον άνεμο και οι θεές γελούσαν και έτριβαν τα χέρια τους από την τόση ικανοποίηση.
Πέρασαν ώρες πολλές και η αντάρα ξεθύμανε και όλος αυτός ο χαμός καταλάγιασε, γιατί οι άνθρωποι, που είναι από τη φύση τους καλοί, ακόμα κι όταν παρασύρονται, έρχεται κάποια στιγμή που λογικεύονται και ανασυντάσσονται, παίρνουν βαθειές ανάσες και αναπροσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους απέναντι σε ό,τι διδάχτηκαν να αναγνωρίζουν και να τιμούν. Ένας γέροντας τότε, τα χρόνια του οποίου είχαν πάψει από καιρό να μετρούν πλησίασε τους ανθρώπους και είπε,
- Είμαι σε αυτή τη φυλή από τότε που καρφώθηκε ο πρώτος πάσαλος στη γη για να στηθεί η πρώτη σκηνή. Ποτέ μέχρι τώρα δεν ξανάδαν τα μάτια μου τέτοια ντροπή και τέτοια οργή. Δεν είμαστε έτσι εμείς. Η φυλή μας στηρίζεται στην αγάπη και την ομόνοια. Ποτέ και τίποτα δεν στάθηκε ικανό να μας χωρίσει. Και τωρα εσείς για ένα δαχτυλίδι... Τι σας έλειψε αλήθεια και τι ζηλέψατε ; Τι παραπάνω θα μπορούσε να σας προσφέρει απ’ όσα μέχρι τώρα έχετε αποκτήσει ;
Όλοι άκουγαν προσεκτίκα τον σοφό γέροντα και ντρέπονταν για την αδυναμία και τον παραλογισμό που είχαν δείξει νωρίτερα. Ο γέροντας έπιασε το δαχτυλίδι από το έδαφος και τους κάλεσε όλους να κάνουν ένα κύκλο γύρω του. Άπλωσαν τα χέρια τους πάνω στον γέροντα και αυτός σηκώνοντας το χέρι του ψηλά και κρατώντας το δαχτυλίδι φώναξε,
- Δαχτυλίδι των θεών και των δώρων δεν έχει θέση για σένα εδώ. Σε αυτόν τον τόπο δε χωράς σε κανένα δάχτυλο. Εδώ κανείς δεν θα πολεμήσει για χάρη σου όσο πολύτιμα δώρα κι αν κρύβεις μέσα σου γιατί είναι ευτελέστερα από την ομόνοια και την αγάπη που μας διακατέχει. Εδώ είμαστε όλοι για έναν και ένας για όλους. Και τινάζοντας το χέρι του προς τα πάνω πέταξε το δαχτυλίδι του ψηλά στον ουρανό.
Τότε, μια λάμψη φώτισε τα ουράνια και μια φωνή ακούστηκε. Ήταν η φωνή από τη λάβα της γης που είχε λιώσει τον χρυσό του δαχτυλιδιού και η φωνή του άπατου ωκεανού που το είχε συνθέσει. Ήταν η φωνή του κεραυνού που το είχε κόψει και λειάνει και οι φωνές των θεών που είχαν κρύψει τα δώρα τους σε αυτό το μοναδικό αντικείμενο.
- Ωωω, μεγαλειώδεις θνητοί, εξαίρετα πλάσματα, ξεχωριστοί άνθρωποι, πόσοι αιώνες πέρασαν μέχρι να φτάσει η στιγμή να ακούσω τα λόγια που τώρα λέτε. Αυτά που θα με απελευθέρωναν από τα δεσμά της ύλης. Πόσοι χειμώνες και πόσα καλοκαίρια πέρασαν μέχρι θνητός να ξεστομίσει αυτά που εσείς μόλις είπατε. Εσείς που είστε ενωμένοι σαν μια γροθιά, εύκαμπτοι, αλλά αδιαίρετοι. Εσείς μόλις λύσατε το ξόρκι που με έδενε αιώνια σε ένα ατέλειωτο ταξίδι προσμονής και μου χαρίσατε τη θέση που από την αρχή των χρόνων ήταν γραφτό να έχω.
Το δαχτυλίδι άρχισε σιγά σιγά να ανεβαίνει ψηλά, να διευρύνεται και να γεμίζει και να μετατρέπεται σε μια μεγάλη φωτεινή σφαίρα. Ανέβηκε τόσο ψηλά στο ουράνιο στερέωμα που φώτιζε σαν ένας μικρός ήλιος μες στη νύχτα, αλλά λίγο πιο αδύναμα.
- Από σήμερα και στο εξής δεν θα είμαι δαχτυλίδι, ακούστηκε η φωνή του δαχτυλιδιού, αλλά ουράνιο σώμα, πλανήτης. Θα αναγορεύομαι Σελήνη και θα φωτίζω τα βράδια τον κόσμο σας. Όλα αυτά τα δώρα που οι θεοί έκρυψαν μέσα μου θα χαριστούν στη φυλή σας για να μην ξεχάσει κανείς ποτέ πως η ομόνοια και η αγάπη είναι ισχυρότερες από κάθε δύναμη στον κόσμο αυτό και πως ακόμα και οι θεοί και ο χρόνος ο ίδιος υποκλίνονται μπροστά τους.
Από εκείνη τη μέρα λοιπόν το δαχτυλίδι της αρχής του χρόνου έγινε το φεγγάρι που ακόμα φωτίζει τις νύχτες μας και αν καλοκοιτάξετε τα βράδια που έχει πανσέληνο και ο ουρανός είναι καθαρός θα δείτε στην επιφάνειά του κάπου στη μέση του κύκλου να αχνοφαίνονται κάποια γράμματα και αν δεν με γελούν τα μάτια μου... γράφουν Σελήνη.
ΤΕΛΟΣ