Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

ΜΗ ... !



Tικ, τακ, τικ, τακ...  Ο ήχος του ρολογιού τρυπούσε τη σιωπή που είχε από ώρα τυλίξει το δωμάτιο. Παρατηρούσε τους τοίχους του δωματίου. Τους ένιωθε να κινούνται προς το μέρος της. Νόμιζε ότι κάποια στιγμή θα έρθουν τόσο κοντά της ώστε θα τη συνθλίψουν. Την ξάφνιασε η ανακούφιση που ένιωσε σ’ αυτή τη σκέψη. Καιρό τώρα μια σκοτεινιά χρωμάτιζε τα βήματά της, σκέπαζε τον ουρανό της μέρας της. Τόσα χρόνια μετά, με μια αγκαλιά γεμάτη παιδιά κι όμως ένα μικρό κομμάτι της καρδιάς της αιμορραγούσε. Κι αυτό το λίγο κόκκινο ήταν ικανό να αλλοιώνει όλα τα χρώματα της ζωής της.

Στο σπίτι είχε επιλέξει τον ρόλο του κακού. Διαβάστε, έλεγε. Προσέχετε στο δρόμο. Μην μιλάτε άσχημα. Μην τρώτε πολλά γλυκά. Μην τσακώνεστε. Μαζέψτε τα παιχνίδια σας. Αν την ρωτούσαν ποια λέξη ξεκινά από Μ- θα έλεγε Μάνα και το συνώνυμο της λέξης Μάνα είναι Μη.  Ένα Μη που κρύβει μέσα του όλη την αγωνία της μάνας για τα παιδιά της. Μην πληγωθούν, μην  αρρωστήσουν, μη σκοντάψουν, μη λοξοδρομήσουν. Ένα Μη όλη της η ύπαρξη, που όμως της χάρισε νου και γνώση να βρει μια καλή δουλειά, να κάνει γερά παιδιά και να τα αναστήσει όπως άρμοζε. Ένα Μη που την έμαθε να σηκώνει το ανάστημά της, να βρίσκουν απάνω της οι βοριάδες για να έχει καλοκαίρι το σπιτικό της. ΄Ενα Μη που την άφηνε παράμερα κι έσπρωχνε τα παιδιά της στην αγκαλιά του πατέρα που, με την ανοχή του, ήταν πάντα πιο αγαπητός.

Οι άλλοι νόμιζαν πως θα θύμωνε ή θα ζήλευε. Πόσο λίγο την ήξεραν. Εκείνη είχε τον δικό της τρόπο σκέψης. Τα μάτια της είχαν δει τόσα πολλά. Δεν την ένοιαζε που έγερνε η πλάστιγγα της αγάπης, αρκεί να υπήρχε. Αν πάθαινε κάτι ήξερε ότι όλοι θα συνέχιζαν μονιασμένοι. Τόσο πολύ τους είχε μάθει ν’ αγαπιούνται.  Ήταν ήσυχη πως ό,τι και να γινόταν στη ζωή το σπιτικό της θα συνέχιζε να στέκεται.

Όμως τώρα τελευταία ένιωθε πολύ κουρασμένη. Τα παιδιά είχαν αρχίσει να αντιδρούν πάρα πολύ.  Ήταν και το περιβάλλον τέτοιο που δεν άφηνε τα λόγια της να πιάσουν τόπο. Μίλαγαν απότομα, δεν διάβαζαν, έλεγαν ψέματα. Κι όλα αυτά με έναν πατέρα συναινετικό. Ό,τι κι αν έλεγε πια εκείνη έπεφτε στο πάτωμα. Την προσπερνούσαν αδιάφορα, σιγοσφυρίζοντας ή κρυφογελώντας.
<< Μακάρι να μην υπήρχες>> της είχε πετάξει ο γιος της κατάμουτρα εκείνο το πρωινό. <<Σε μισώ!>>,<< Μόνο να διαβάζω μου λες>>.  Ξαφνιασμένη, γύρισε εκείνη τη στιγμή να δει από πού ακούστηκε το κρακ και αντίκρυσε την καρδιά της να κομματιάζεται και ψηφίδα ψηφίδα να πέφτει στο πάτωμα.  Ύστερα όλα σκοτείνιασαν.

Ξύπνησε στο απρόσωπο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Δεν ήταν κάτι σοβαρό είπαν οι γιατροί. Μια άτακτη φυγή από την πραγματικότητα. Έτσι το χαρακτήρισαν... άτακτη φυγή. Την επομένη της είπαν πως μπορούσε να γυρίσει σπίτι της. Δεν γύρισε ποτέ. Το βράδυ ενώ κοιμόταν δυο άγγελοι κατέβηκαν και οδήγησαν την ψυχή της ψηλά στον ουρανό.

Σιώπησε η φωνή της μέσα στο σπίτι. Αντικαταστάθηκε από το βουβό κλάμα των μικρών παιδιών. Και τώρα που έλειψε, όλοι ένιωσαν την ανάγκη να κάνουν όσα τόσα χρόνια τους έλεγε και την αγνοούσαν. Η μαμά θα ήθελε... Η μαμά έλεγε...  Ξαφνικά όλα της τα Μη στόλιζαν το σπιτικό της. Όλα τα Μη που της πάγωσαν την καρδιά ζέσταιναν τους ώμους των αγαπημένων της και σκέπαζαν το βράδυ τα όνειρά τους. Και όλοι σφιχταγκαλιασμένοι προχώρησαν μιαν εποχή παρακάτω.

Ο μεγάλος της γιος, ο Γιώργος, έγινε δάσκαλος. Παντρεύτηκε κι έκανε τη δική του οικογένεια. Μια μέρα στο σχολείο μάθαινε στα παιδιά ανάγνωση. Τους έδειχνε πώς  να συλλαβίζουν.  -Μ-  και -η-  μας κάνει Μη είπε στα παιδιά που τον κοιτούσαν στα μάτια. <<Κύριε, κύριε>> φώναξε η Αννούλα. <<Τι θα πει Μη;>> Κονταστάθηκε ο δάσκαλος και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Μια μυρωδιά από αγιόκλημα μπήκε από το παράθυρο και τον τύλιξε σαν ζεστή αγκαλιά...
<<ΜΗ, παιδιά μου...>>  είπε, με φωνή τρεμάμενη από τη συγκίνηση, <<σημαίνει ΜΑΝΑ>>  συμπλήρωσε σκουπίζοντας τα μάτια του και χαμογέλασε.


ΤΕΛΟΣ

B' βραβείο διηγήματος από την Εταιρία Τεχνών, Επιστήμης και Πολιτισμού του δήμου Κερατσινίου στα πλαίσια του 15 λογοτεχνικού διαγωνισμού. 
Η βράβευση θα λάβει χώρα στις 16/10/16 στον πολιτιστικό χώρο Μελίνα Μερκούρη στο Κερατσίνι, στις 6:30μμ.





Το παρόν διήγημα είναι το δικό μου χνάρι στο μονοπάτι τoυ Family Stories 
που διαβαίνουμε παρέα με την Αριστέα στον όμορφο πύργο της. 
Ευχαριστώ από καρδιάς για την ομορφιά του ταξιδιού !

Πήρα χρώμα και νερό


Σήμερα έβαλα στο φως ένα γυαλί κι έφτιαξα ένα ουράνιο τόξο.
Έκλεψα όλα του τα χρώματα και τα φυλάκισα σ’ ενα μπουκάλι μαγικό.
Σ’ έγδυσα απαλά και σ' έπλυνα.
Σε στέγνωσα με λατρεία κι αγάπη.
Ύστερα σου ζήτησα να γίνεις ο καμβάς μου.

- Θέλω να ζωγραφίσω πάνω σου όσα στην καρδιά μου γεννάς,
τα μέρη που με ταξιδεύεις.

Και πήρα γαλανό γι’ αρχη
κι έφτιαξα έναν ωκεανό στην πλάτη σου.
Ένα θαλάσσιο ρεύμα να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά σου
κι εγώ καράβι ακυβέρνητο 
να χάνομαι στα γαλάζια σου ύδατα
και να μη θέλω στεριά να βρω.
Ναυαγός να πνίγομαι μέσα στα κύματά σου. 

Πήρα πράσινο κι έφτιαξα μια κοιλάδα 
αναμεσα στα στήθη σου
κι ένα ιερό βωμό στο μέρος της καρδιάς σου.
Να σκύβω εκεί να προσκυνώ, 
να καταθέτω την αγάπη μου.

Πήρα έν' άλικο καυτό και σου ‘βαψα τα χείλη,
να μου θυμίζουν ώριμες κερασιές και μυρωδάτες φράουλες,
να τα φιλώ και να μεταλαμβάνω νάμα.
Παράδεισος και κόλασή μου, Εσύ,
να με σταυρώνεις και να μ' ανασταίνεις.

Έκλεψα κι ενα κίτρινο και ζωγράφισα φλόγες στα μαλλιά σου.
Φλόγες σαν αυτές που σκορπάς στο κάθε γέλιο σου.
Φλόγες καυτές σαν κάθε άγγιγμά σου.

Κι έμεινε το μενεξεδί,
που απόθεσα στα μάτια σου
αυτά που με μεθούν σαν νυχτολούλουδο κάθε βράδυ,
που θυμίζουν ερωτευμένο ουρανό λίγο πριν το χάραμα.

- Μάτια μενεξεδιά δεν υπάρχουν. Υπάρχουν; με ρώτησες.

- Μόνο τα δικά σου και τα ζωγράφισα εγώ!

Πήρα ένα λευκό σεντόνι και σε τύλιξα προσεχτικά. 
Τ' ακούμπησα πάνω στο κορμί σου 
και η εικόνα σου αποτυπώθηκε εκεί μαγικά.
Τέντωσα το πανί και στο έδειξα.

- Κοίτα πώς βλέπω τον κόσμο μέσα από σένα, σου είπα.

- Μα αυτό δεν είμαι εγω, μου αποκρίθηκες.

- Εσύ είσαι μέσα από τα χρώματα του ουρανού και του λευκού κλεμμένη ύπαρξη.
Για σένα τα ‘κλεψα, για να σε ζωγραφίσω.
Καμβά της ύπαρξής μου.
Πίνακα του πεπρωμένου μου.

Με χρώμα και νερό απόψε σε βάφτισα...
Τ’ όνομά σου ΕΡΩΤΑΣ ... και η φύση σου ΓΥΝΑΙΚΑ !

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
16/1/14

Το ποίημα αυτό ανασύρεται από το παρελθόν και ταξιδεύει μακριά στον πύργο της Αριστέας,
στο 13ο συμπόσιο ποίησης 
με  θέμα το Χρώμα !
Βουτήξτε τις γραφίδες σας στην παλέτα του ουράνιου τόξου
και ταξιδέψτε στης ποίησης τ΄ανοικτα.
Καλά μας ταξίδια !

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Κλίμακα


Στο πύρωμα της έμπνευσης
οι λέξεις τήκονται στη φλόγα της ψυχής σου'
και μέσ' απ'  τα μάτια σου στίχοι γεννιούνται, 
που πλέκουν φτερά να πετάξω.

Η έγνοια σου... γροθιά
που σπάζει του κόσμου το γυάλινο περίβλημα,
εκείνο το κίβδηλο,
και χτίζει της αλήθειας το σύμπαν. 

Εγώ κισσός,
στης προσοχής σου τις ακμές
τεύχω κι αναρριχόμαι.
Γη και ύδωρ μεταλαμβάνει η φύσις όλη,
μα πόσοι ασπάζονται τον ουρανό;

Μια κλίμακα αργυρόχρυση
απ' της καρδιάς σου το κέντρο αναδύεται
κι εγώ ταπεινά την ανέρχομαι.
Δικαίωση, στην κορυφή της σαν φτάσω, θα σε φιλέψω
που δεν με προσπέρασες. 

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
27/9/16

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Ερωμένη του φθινοπώρου



Θ' αποστηθίσω 
κάθε πρωτοβρόχι τούτου του Σεπτέμβρη
και θα πλανέψω κάθε ριπή ανέμου
που άξαφνα ανδρώθηκε 
και διεκδικεί το κυμάτισμα των μαλλιών μου.

Θα υποκύψω 
στον λαίμαργο ασπασμό κάθε μπόρας 
και θα γητέψω
ό,τι θυμίζει κεραυνό.

Στις χούφτες μου μέσα 
έκρυψα τα παιδιά της αμπέλου.
Στο χρυσό και το κόκκινο 
που ΄χει η γεύση τους, θ' αφεθώ. 

Να 'χα λίγους στίχους μονάχα να σου χαρίσω...
σαν το μεθύσι την ψυχή ξεκλειδώνει
πριν χειμωνιάσει 
άλλοθι να 'χω για τη στιγμή της παράδοσης.

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
8/9/16

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΝΑΪΣ, Η ΚΥΡΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ




Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια κοπέλα, η Αναϊς, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην έρημο. Τα χρόνια της περνούσαν όμορφα και όχι ιδιαίτερα δύσκολα γιατί ήταν κόρη ενός από τους πιο πλούσιους νομάδες της ερήμου. Τα μετάξια και τα διαμάντια δεν της έλειπαν και η ζωή της ήταν άνετη και χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Όμως πάντα είχε ένα θλιμμένο ύφος, πάντα μια σκιά καθρεφτιζόταν στο βλέμμα της και το χαμόγελό της ήταν όχι αυτό που θα ταίριαζε σε μια κοπέλα της ηλικίας της.

Η αλήθεια είναι ότι η κοπέλα αυτή με τα μαβιά μάτια και τα κατάμαυρα μαλλιά είχε μια μοίρα παράξενη. Η μοίρα της ήταν να ερωτευτεί τη βροχή και να λατρέψει το ουράνιο τόξο. Όμως στην έρημο που ζούσε ποτέ μα ποτέ στη ζωή της δεν είχε δει βροχή. Ποτέ το πρόσωπό της δεν δροσίστηκε από το επουράνιο νερό ούτε από τις δροσερές σταγόνες μιας βιαστικής νεροποντής και ακόμα πιο σίγουρα τα ματάκια της ποτέ δεν τρεμόπαιξαν στη θέα των χρωμάτων της ίριδας. Δεν ήξερε πώς στα αλήθεια είναι ένα ουράνιο τόξο.

Τα χρόνια περνούσαν και η κοπέλα παρέμενε θλιμμένη και σοβαρή. Ένα αίσθημα ανικανοποίητου κατέκλυζε την ύπαρξή της. Η ψυχή της σαν να διψούσε για κάτι και ό,τι κι αν έκανε ποτέ το γέλιο της δεν ήταν ξέγνοιαστο και αληθινό. Πάντα μέσα του έκρυβε μια πίκρα, μια αδιόρατη σκιά θλίψης. Μια νύχτα είδε ένα παράξενο όνειρο. Στεκόταν στη μέση της ερήμου, γυμνή σχεδόν, και περπατούσε ξυπόλυτη, στην καυτή άμμο φορώντας μόνο ένα μαύρο ύφασμα που κάλυπτε το κεφάλι της, κρύβοντας έτσι το όμορφο πρόσωπό της και τα μαύρα γυαλιστερά μαλλιά της. Ενώ περπατούσε σκοντάφτοντας από τη ζέστη και την κούραση άκουσε μια φωνή σαν να ερχόταν από τον ουρανό.

- Ποτέ δε θα βρεις ησυχία και ποτέ η ψυχή σου δε θα βρει απανέμι αν δεν συναντήσεις εμένα, έλεγε η φωνή. Η μοίρα σου είναι δεμένη μαζί μου. Έλα να με γνωρίσεις και να με λατρέψεις. Να νιώσεις τη δροσιά μου στο κορμί σου και να γεμίσεις τα μάτια σου από τα χρώματα του σύμπαντος και των αιώνων.

Η κοπέλα ξύπνησε χωρίς να μπορεί να συνέλθει από το όνειρό της. Ξύπνησε και τη μάνα της μες στη νύχτα και της είπε,

- Μάνα, τι είναι η βροχή και πού θα τη βρω; Πρέπει να τη βρω καταλαβαίνεις ; Τώρα ξέρω γιατί όλα στη ζωή μου είναι άχρωμα και άδεια. Μια φωνή στον ύπνο μου με κάλεσε να πάω να βρω τη βροχή. Δεν ξέρω τι είναι κι όμως δεν έχω μυαλό για τίποτα άλλο από την ώρα που είδα αυτό το όνειρο, η φωνή αντηχεί στο κεφάλι μου. Μαμά φεύγω πρέπει να πάω να συναντήσω τη βροχή και τα χρώματα.

Μάταια η μάνα της προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη. Μάταια προσπάθησε να την πείσει πως τα όνειρα ήταν παιχνίδια του μυαλού και δεν θα έπρεπε να τα παίρνει στα σοβαρά. Η Αναϊς ήταν ανένδοτη. Προτού καλά καλά ξημερώσει είχε αφήσει την πολυτελή σκηνή της στην έρημο και περπατούσε με προορισμό το άγνωστο. Μαζί της, η πιστή της κουβερνάντα που δεν άντεξε να τη δει να φεύγει μόνη της μέσα στη νύχτα και φτιάχνοντας γοργά ένα μπόγο την πήρε στο κατόπι.

Μέρες και μέρες περπατούσαν χωρίς να σταματούν παρά μόνο για να κοιμηθούν το βράδυ ή να ξαποστάσουν για λίγα λεπτά πίνοντας λίγο νερό. Η νεαρή κόρη περπατούσε σαν μαγεμένη χωρίς να ξέρει και η ίδια που πήγαινε. Μια ανίκητη δύναμη οδηγούσε τα βήματά της. Και αυτή παραδομένη ακολουθούσε το πεπρωμένο της. Παράξενο, πώς μια κοπέλα στην ηλικία της να μην έχει δει ποτέ στη ζωή της τη βροχή. Αστείο παιχνίδι της μοίρας, να έχει φτιάξει για ένα κορίτσι μια πορεία την οποία δεν της φανέρωσε ποτέ. Σαν να ζούσε μέσα σε μια γυάλα που ξαφνικά έσπασε κι εκείνη άρχισε να τρέχει προς κάθε κατεύθυνση μέχρι να ανακαλύψει που να πάει.

Κάποια μέρα, και είχαν περάσει αλήθεια πάρα πολλές, τόσες πολλές που τα ρούχα της σκίστηκαν και πράγματι βρέθηκε να περπατάει σχεδόν μισόγυμνη μ’ ένα μαύρο μαντήλι να καλύπτει το πάνω μέρος του κορμιού της, όπως στο όνειρό της τόσον καιρό πριν, ο ουρανός φάνηκε να σκουραίνει. Παράξενο, ήταν ακόμα μέρα. Ξαφνικά σαν να άλλαξε η τάξη πραγμάτων μπροστά στα μάτια της. Η πραγματικότητα σαν να αναπροσαρμόστηκε σε μια νέα αλήθεια και βρέθηκε μαζί με την γκουβερνάντα της μπροστά σε μια μικρή όαση. Ψηλά δέντρα με πυκνό φύλλωμα χάριζαν μια πλούσια σκιά και μια μικρή λίμνη σε έκανε να ξεχνάς ότι βρισκόσουν στο μέσο της Ινδίας. Ζώα έφταναν εκεί να πιουν από το δροσερό νερό που τόσο απλόχερα ο Θεός των Πάντων χάριζε στα διψασμένα ζωντανά ενώ πουλιά σταματούσαν να ξαποστάσουν και να γευτούν τους νόστιμους χουρμάδες και τις μυρωδάτες μπανάνες. Ένας παράδεισος στη μέση του πουθενά, σαν θαύμα από πάντα αναμενόμενο, σαν ελπίδα στην απελπισία, σαν φως στο σκοτάδι.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε όαση η όμορφη κόρη, όμως αυτή τη μάγεψε. Απέμεινε να την κοίτα αμίλητη και τα όμορφα μάτια της δε χόρταιναν από ό,τι αντίκριζαν. Όμως σύννεφα αρχίσαν να μαζεύονται πάνω από τον ουρανό του μικρού παράδεισου και το γαλάζιο έδωσε τη θέση του σ’ ένα αχνό γκρι που αργότερα σκούρυνε κι άλλο, σκοτεινιάζοντας τα πάντα γύρω του. Δεν άργησε πολύ, προτού η πρώτη σταγόνα βροχής αγγίξει το πρόσωπό της. Ένας δροσερός άνεμος είχε ήδη αρχίσει να φυσάει κάνοντας τις πρώτες σταγόνες της βροχής να χορεύουν τριγύρω προτού καταλήξουν στον προορισμό τους. Η όμορφη μελαχρινή, κοιτούσε μαγεμένη όλα αυτά τα βρόχινα δάκρυα που έρχονταν από το πουθενά και κατέληγαν πάνω στο πρόσωπο και το κορμί της, δροσίζοντάς τη πρωτόγνωρα.

Η μια μετά την άλλη οι σταγόνες της βροχής μούσκεψαν πρώτα το πρόσωπό της και μετά όλο της το σώμα κι εκείνη αφέθηκε σε έναν οργασμό συναισθημάτων και αισθήσεων που όμοιό του δεν είχε ξανανιώσει ούτε φαντάστηκε ότι θα ένιωθε ποτέ. Ούτε στις πιο κρυφές συζητήσεις με τις φίλες της και τις πιο μεγάλες γυναίκες της φυλής της δεν άκουσε ποτέ ότι υπήρχαν τέτοιες αισθήσεις και ότι μπορούσε να ζήσει ένα τέτοιο μεθύσι από χημικές εκρήξεις μέσα στο ίδιο της το κορμί.

Και η Αναϊς ερωτεύτηκε. Ερωτεύτηκε κάθε υδάτινη σταγόνα που την άγγιξε, κάθε σύννεφο που της την χάρισε και όταν στο τέλος της βροχής είδε να σχηματίζεται στον ορίζοντα μια πολύχρωμη γέφυρα από τα χρώματα του κόσμου, έκλαψε. Έκλαψε από χαρά γιατί το ταξίδι της είχε τελειώσει. Έκλαψε από ανακούφιση γιατί είχε βρει το πεπρωμένο της. Έκλαψε γιατί ξαφνικά η καρδιά της ξεχείλιζε από αγάπη κι έρωτα και το γέλιο της ακουγόταν κελαρυστό πια και όχι άψυχο. Προσπάθησε ν’ απλώσει τα χέρια της ν’ αγγίξει το ουράνιο τόξο και τότε το πρόσωπό της βάφτηκε με όλα του τα χρώματα και στο κεφάλι της μεταξωτά υφάσματα έφτιαξαν ένα όμορφο τουρμπάνι μόνο για κείνη.

Η ύπαρξή της ξαφνικά έγινε αέρινη. Δεν ήταν πια ανθρώπινο πλάσμα, αλλά νύμφη, νεράιδα, ξωτικό. Ένα πλάσμα χωρίς γήινη υπόσταση. Ένα πλάσμα με γέννηση, αλλά χωρίς θάνατο, προορισμένο να ζει στα βάθη των αιώνων να συντροφεύει τη βροχή, να χορεύει μαζί με τις σταγόνες της και να ξαποσταίνει πάνω στη έγχρωμη γέφυρα, όχι πια ως η Αναϊς , αλλά ως η Κυρά της βροχής και η Αφέντρα του ουράνιου τόξου.


Σταυρούλα Δεκούλου 






Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016



Προετοίμαζε την κατάκλισή της 

με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια
κάθε νύχτα. 
Σαν προνύμφη, που καρτερά
πεταλούδα να εγερθεί.
Στον ύπνο της διάβαινε 
τα μονοπάτια του θέλω της
και υπερσκέλιζε τους σκοπέλους
του δεν μπορώ. 
Είναι που στη λάμψη των ονείρων 
ζεσταίνεται η ψυχή 
στο ξεγέλασμά της.

Στο άλικο σπονδή




Απόκαμα να θωρώ τ’ άλικο να ξοδεύεται
σε ρυπαρά σεντόνια.
Λησμονημένες υποσχέσεις 
σαν μολυβένια ενώτια 
κάμπτουν την κεφαλή μου.

Κοντεύω να ξεχάσω το χρώμα τ’ ουρανού, 
την όψη του σύγνεφου, που μου ‘δειχνες 
απ’ της ψυχής σου τον φεγγίτη.
Κάνε τις λέξεις φτερά και πέτα, έλεγες...
Τώρα Ικάρους σιάχνεις και μειδιάς’
μα στον ήλιο κοντά, θανή θα κοινωνήσουν, 
ονείδους πληρωμή.

Πέρασαν οι εποχές των ποιητών άραγε;
Πού κρύβονται οι αιμάτινες λέξεις,
τα δακρυσμένα φεγγάρια, 
τα πυρωμένα κάρβουνα, πού ; 
Πώς έπαψε το φιλί να μαρτυρά δυόσμο 
και η ανάσα ασθμαίνουσα να κοινωνά 
της νόησης την κορύφωση;

Διαδαλώδεις της ψυχής οι διαδρομές 
οδηγούν στου Μινώταυρου την επαίσχυντη κλίνη.
Η άκρη του μίτου, δεμένη στης ψυχής τα εσώτερα
στην αυγή μ’ οδηγεί'
και στα μάτια των ιλαρών 
δρυς αναδύομαι που τον χρόνο νικά
και τα νέφη διακορεύει.

13/7/16

Βrooke Shaden Photography

Ήρα και στάχυ


Με βρήκε η νύχτα σε χωράφι απότιστο.

Γοργά αποκοιμήθηκα πάνω στο διψασμένο χώμα.
Όλα τ' άστρα τ' ουρανού έσκυψαν και με φίλησαν, 
κι ας λάθευα ανέκαθεν στο μέτρημά τους. 
Στο τραγούδι ενός ερωτευμένου τζίτζικα
τα όνειρά μου χόρευαν ολονυχτίς 
μα πριν η αυγή μαρτυρήσει τη νέα μέρα,
είχαν κιόλας ξεψυχήσει 
κι εγώ τα ' χα λησμονήσει. 
Είναι που πάντα πλήγιαζαν τα χέρια μου 
σαν προσπαθούσα να ξεχωρίσω 
την ήρα από το στάχυ. 
Είναι που δεν κατάφερα ποτέ να χρεώσω 
τριάντα αργύρια για μιαν αγάπη.
Πάντα με γοήτευαν οι όμορφοι θάνατοι.

Γυναίκα να ξεψυχώ


Όποια ώρα κι αν ξεκινήσω τη μέρα μου, 

φτάνω πάντα το δείλι στον προορισμό μου.
Εκεί σιμά, στ' ουρανού το μενεξεδί,
μάρτυρας γίνομαι,
πως το φιλί μου τ' άλικο, 
ανταμώνει της ψυχής σου το γαλάζιο.
Είναι θαρρώ, 
που κιότεψε η αγάπη πριν ριζώσει. 
Δύσκολοι καιροί, θα πεις,
μα, 
στην αλμύρα τ' αγέρα σαν έχει καιρό,
εγώ προσκυνώ κάθε σου κρυμμένο ναυάγιο 
και σαν ξαστερώνει,
στο πύρωμα του Υπερίωνα
ατμός γίνομαι που σε τυλίγει.
Συνήθισα πια, 
γυναίκα να ξεψυχώ, τις νύχτες, στην αγκαλιά σου
και ν' αναστένομαι θύελλα κάθε αυγή.

Το πλάνεμα του φάρου



Έλα σιμά, 
κι άσε με τις ραγισμένες νότες
που γεννά το πληγωμένο σου βιολί 
να γειάνω, με γλυκό τριαντάφυλλο.

Εσύ κοίτα μόνο τους αέρηδες 
να μερεύεις.
Ξερω πως τους κοιμίζεις χρόνια τώρα 
στ' άσπρα σου γένια.

Κοίτα στα μάτια μου'
κρύβω έναν φάρο.
Αν καταφέρεις να διώξεις την ομίχλη που τον φυλακίζει,
το φως του θα μαρτυρήσει τη ρότα 
που δυο εποχές τώρα ψάχνεις.

ΚΙ ΑΣ ΜΕΓΑΛΩΝΩ...





Κι ας μεγαλώνω... 
έχω του χρόνου τη σκόνη 
απάνω στο πρόσωπο ν’ αναπαύεται 
και κάθε που φυσάει τ’αγέρι 
μαζί της σκορπώ και ταξιδεύω.

Έχω μια καρδιά γεμάτη σημάδια.
Για κάθε κομμάτι που χάρισα 
ένα δικό σας πήρα. 
Κι ακόμα κι αν μοιάζει δύσμορφη 
ξέρω πως πολύ αγαπήθηκε. 
Στα σημάδια του σώματος, χαμογελώ. 
Τρεις άνθρωποι κοιμήθηκαν 
στα σπλάχνα μου, 
τριάντα δάχτυλα μπλέκονται στα δικά μου 
κι ο κόρφος μου μυρίζει γιασεμί. 

Στα σημάδια της ψυχής, 
τα λάθη μου κρύβονται 
να μου θυμίζουν πως κι αν έπεσα, 
όρθια είμαι πάλι. 

Στον απόηχο αυτής της μέρας κάθε χρόνο 
ο ουρανός μου είναι γιομάτος αστρά 
απ’ τις δικές σας ευχές. 
Κι όσοι δικοί μου στα πλάτη του κοιμούνται 
Ξέρω πως θα τα κάμουν αλήθειες. 

Κι ας μεγαλώνω... 
είμαι ευγνώμων για την κάθε μέρα 
που ‘μαι γεμάτη απ’ την αφή της ζωής
και τα χνάρια μου αφήνω στον χρόνο.

3/7/17

Το παραπανω ποίημα γραμμένο με τον γραφικό χαρακτήρα της Φωτεινής Παππά συνόδεψε τα έργα της στη 4η ατομική της έκθεση, ΑΝΘΟΣ Η ΓΥΝΑΙΚΑ,  που έγινε στις 25/11/17, στο Athens Heart με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών. 

Γυναίκα ν' ανατείλω



Κάθε που φουσκώνει η θάλασσα,
η ψυχή μου κάβους λύνει να σ' ανταμώσει'
και κάθε που πλαταίνει ο ουρανός, 
δεν φτάνουν δυο πανσέληνοι 
να περιγράψουν το βλέμμα σου. 

Φταίει εκείνη η αφέγγαρη νύχτα 
που ' κλεψες το ' να μου φιλί 

κάτω από μια μεθυσμένη βοκαμβίλια. 
Ίσως πάλι φταίει η άγουρη καρδιά μου 
που ξεμυαλίστηκε από δυο χείλη 
βαφτισμένα στον δυόσμο. 
Κι εκειό το μοσχοκάρφι που ' χες δαγκάσει 
μου ' καψε την ανάσα κι ακόμα να δροσιστώ. 
Πέρασαν τόσοι καιροί κι ακόμα τα βράδια προσμένω 
το ίσως μου, ναι να βαφτιστεί 
στη μαρτυρία του στεναγμού σου. 
Καρτερώ, σαν ανταριάζει η καρδιά 
κι εγώ σαν την αυγή στο χάδι του ήλιου 
στ '  άλικο να ξαναγεννηθώ, 
γυναίκα ν'  ανατείλω. 

13/8 /16


Photo by http://fotoprolubov.blogspot.gr/

Αξόδευτο γκρίζο



Απ' όλες τις φορεσιές της ψυχής μου,
μονάχα η θλίψη δεν παλιώνει ποτέ'
κι ανάμεσα στα χρώματα του κόσμου,
μόνο το γκρίζο μένει αξόδευτο.
Να  'ναι που βάθυναν οι γραμμές του προσώπου;

Ή που τα σταφύλια τ'  Αυγούστου
αμέστωτα έμειναν τούτο το χρόνο
και δακρύζουν τα μάτια μου στη στιφάδα τους.
Καρτερώ μια βροχή να ξεπλύνει
τη σκόνη που πετρώνει τις μέρες μου
και μιαν ανατολή να θανατώσει 
του φεγγαριού την αέναη έκλειψη. 
Τη νύχτα υφαίνω το στερέωμα, 
μα κάθ'  αυγή γοργά το ξηλώνω
μη λάχει και το φαντό τ' ουρανού τελειώσει 
και σπάσω την υπόσχεση που σου  'δωσα
να καρτερώ για πάντα.

28/8/16

Η φωτογραφία ανήκει στον Χατζηιακώβου Νίκο, http://chatziiakovou.gr/

Σημεία στίξεως




Άφωνή μου αλήθεια,

στην παλάμη σου
κρύβω ένα όνειρο και μια χαραυγή.
Αυτή που θα γεννηθεί, 
σαν φανείς.
Στη ζεστασιά της 
ξοδεύω το παρόν μου
και σιάζω τις γραμμές της ψυχής
για να χωρά στη χούφτα σου.
Χορεύοντας πάνω στους ωροδείκτες
στροβιλίζομαι μαζί τους,
ίσαμε ο χρόνος να κοιμηθεί
και σ' ένα αιώνιο σήμερα
η σάρκα να συντροφεύσει την ψυχή
στο πέταγμα των αγριοπερίστερων 
που κινούν κάθε αυγή απ' τα μάτια σου. 
Κι αν απορείς που δεν δακρύζω
μπροστά σε τόσα ναυαγισμένα 
σημεία στίξεως,
είναι που το φιλί διαρκεί όσο ένα κόμμα 
και το θαυμαστικό κάθε σ' αγαπώ ανασταίνει !


21/8/14

Άστεγοι... Νέα ποιητική συλλογή της Παναγιώτας Χριστοπούλου Ζαλώνη



          Συμβαίνει συχνά στο αντάμωμα των στίχων μιας νέας ποιητικής συλλογής ενός δημιουργού, να διακατέχεται και ο ίδιος ο αναγνώστης από μια αγωνία, μια ανυπομονησία να κοινωνήσει λέξη λέξη κάθε αποτύπωμα της μελάνης, κάθε σκαριφισμό της ψυχής του ποιητή. Κρατώ στα χέρια μου τη νέα ποιητική συλλογή της κυρίας Παναγιώτας Χριστοπούλου Ζαλώνη με τίτλο Άστεγοι από τις εκδόσεις Βεργίνα.
Πριν τη μαρτυρία του πρώτου ποιήματος,  η ποιήτρια προτρέπει τον αναγνώστη να υποταχθεί στο ποιητικό γεγονός ετούτου του βιβλίου ή απλά να ρεμβάσει στα εσωτερικά του τοπία, που δεν είναι άλλα,  παρά λεκτικοί πίνακες ζωγραφισμένοι από την την πένα της κυρίας Ζαλώνη. Παραδίδομαι λοιπόν στη ρέμβη, αφήνομαι στο ταξίδι των στίχων και είμαι βεβαία πως σαν δέσω στην Ιθάκη τούτου του βιβλίου, πλούσια πια από τα τόσα δώρα του, θα έχω υποταχθεί στο περιεχόμενό του.
Άστεγοι, τιτλοφορείται η παρούσα ποιητική συλλογή και εμβαθύνοντας στα ποιήματα που περιέχει,  ο αναγνώστης θα δει ότι δεν είναι ένας τίτλος που αναφέρεται μόνο στη δύσκολη στιγμή του εξοστρακισμένου ανθρώπου από την οικία του, αλλά ένας τίτλος τιμής, ένα χάδι, στην αγάπη, , τη φιλία και την αξιοπρέπεια που ρακένδυτες στις μέρες μας έχουν εξοριστεί από το σπιτικό τους, που δεν είναι άλλο από το κέντρο ύπαρξης του ανθρώπου.
          Δακρυσμένη μα και σθεναρή η γραφίδα της κυρίας Ζαλώνη παρηγορεί μα και στηλιτεύει, ρεμβάζει μα και διδάσκει, μοιρολογεί μα και ονειρεύεται. Τα ποιήματα περίτεχνα δομημένα με την ομορφιά και τη μαγεία της ελληνικής γλώσσας, γεμάτα λυρισμό μα χωρίς υπερβολές, καταμαρτυρώντας τα χρώματα μα όχι μπερδεύοντάς τα σ’ ένα ακαθόριστο αποτύπωμα, αποκαλύπτουν τη μαγεία που μπορεί να χαρίσει ένας ποιητής όταν ο λόγος του φανερώνει την ευγένεια της ψυχής του μα και τη μακρά θητεία του στους κόλπους της Πολύμνιας.


Η νύχτα έβρεχε ελπίδες

Προσέτρεξε στην τέχνη της Ποιήσεως
κι άρπαξε λίγα δράμια ελπίδες,
τρεις στίχους έχτισε
για να βρει καταφύγιο,
κλείνοντας πίσω του τις θύρες.

Ακούγεται τώρα μουσική,
ένα τραγούδι, σαν κυμάτισμα της θάλασσας,
σε συγχορδίες περίπλοκες
και τόνους μαγικούς παλιούς,
μέχρι να φθάσει η ώρα, ν’αποκοιμηθεί
κρατώντας, τις ελπίδες που απέκτησε,
σφιχτά,
πριν βγάλουνε φτερά
κι αλλάξουν ρότα.

9-3-2014
Παναγιώτα Χριστοπούλου Ζαλώνη
Άστεγοι, εκδόσεις Βεργίνα, σελ 48.

          Το παραπάνω ποίημα χαρακτηρίζει την ποιήτρια Παναγιώτα Χριστοπούλου Ζαλώνη ως ποιήτρια και ως άνθρωπο. Η αγάπη της για την ποίηση και την αθανασία των λέξεων την οδηγεί να ξεπλένει τους λογισμούς και την ψυχή της μέσα  από τους στίχους της. Παίρνει δύναμη από την ίδια την ποίηση που σαν άλλη Κασταλλία πηγή την οδηγεί στο αειθαλές του χρόνου, ώστε να μας κοινωνήσει το λόγο της έτι μία φορα.

Είναι χαρά και τιμή για μας και για μένα προσωπικά να μπορώ να διαβαίνω στα χνάρια της και να τολμώ να έχω άποψη για κάθε καινούριο μονοπάτι που χαρτογραφεί στον απέραντο χάρτη της ποίησης.

Καλοτάξιδα τα λόγια σας κυρία Ζαλώνη. Με χαρά και τιμή ανταμώνω τα λόγια σας και πάλι κι η Ιθάκη δεν με γελάσε, πιότερο πλούσια έδεσα στων στίχων σας τ’ αραξοβόλι.



Μετά τιμής και αγάπης,

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
Ποιήτρια-Λογοτέχνης

Αθήνα 7/6/16

Αν θέλετε να προμηθευτείτε την ποιητική συλλογή 'Αστεγοι, επικοινωνείστε με την ποιήτρια.

ΣΤΕΡΝΟ ΑΝΤΑΜΩΜΑ



Mες στου τσιγάρου τον καπνό τον Χάροντα αντικρίζω,

σ’ ανεμοδούρι σκοτεινό αντρίκια τον ζυγίζω.
Αναμετρώ τα λάθη του, γυρεύει τα δικά μου,
λυσσομανά η ανάσα του, βράζουν τα σωθικά μου.

Νίκησα δώδεκα θεούς σ’ αλώνια μαρμαρένια
και στόλισα το μνήμα τους με όστρακα και χτένια.
Αλάτι πάνω έριξα μη λάχει και ξυπνήσουν
απ’ τον αιώνιο ύπνο τους ποτέ να μη γυρίσουν.

Τσιγάρο κάνω σέρτικο κι η γεύση του με καίει,
στα μάτια ο Χάρος με κοιτά ξεδιάντροπα και λέει,

«Ειν’ ώρα καπετάνιο πια μαζί μου να σαλπάρεις
και για του Άδη τα νερά τη ρότα σου να βάλεις.
Σαν το στοιχειό στις θάλασσες στο εξής θα ταξιδεύεις
και των απίστων τα σκαριά γελώντας θα κουρσεύεις.
Μονάχα εσύ δεν έσκυψες σ’ αθάνατους θεούς
και νύχτα μέρα όργωνες τους πέντε ωκεανούς.
Στου Χάρου το γερό σκαρί σε θέλω αρχηγό
Τιμόνι να βαστάς γερό, στο θάνατο οδηγό.»

Τελειώνει το τσιγάρο μου, σηκώνομαι αργά
στα εσώψυχά μου με κερνά φιδίσια μαχαιριά.
Στην άλλη άκρη πέρασα  κουρσεύω τα νερά
σε θάλασσες κι ωκεανούς ακούγονται ουρλιαχτά.

Ανάβω  το τσιγάρο μου, φυσάω τον καπνό
γοργόνες  έχω στη ματιά, στα γένια μου καιρό .

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου

Tη φωτογραφία δανείστηκα πριν χρόνια από τη φίλη Μάρθα Ξένου.