Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020

Into the night


INT0 THE NIGHT

    Ο Τάσος στεκόταν ώρα τώρα μπροστά στον καθρέπτη του προβάροντας τη φωνή του. Πρώτη εκπομπή και ακόμα δεν είχε αποφασίσει ούτε τι όνομα θα της δώσει. Άλλο και τούτο πάλι. Πού ξανακούστηκε να ξεκινάς εκπομπή αβάφτιστη, δηλαδή τι θα τους έλεγε; Γεια σας είμαι ο Τάσος Μπούρχας και ακούτε … εμ εδώ σε θέλω. Τι ακούτε; «Μα πώς την πάτησα έτσι;» σκέφτηκε. «Ούτε πρωτάρης να ήμουνα.» Έπρεπε να είχε επιμείνει να ξεκινήσει την επόμενη εβδομάδα. Μέχρι τότε κάτι θα είχε σκεφτεί. Θα το έψαχνε και μαζί με τους φίλους στον καφέ της Κυριακής μεταξύ ντέρμπυ και Αθλητικής Κυριακής. Πάνω στην ένταση βγαίνουν οι καλύτερες ιδέες, αλλά ήταν τόση η χαρά του για την καινούρια αυτή ευκαιρία που του δινόταν, αυτή η δυνατότητα να κάνει χώρο για τους άλλους να μιλούν για τις σκέψεις τους, τα συναισθήματά τους. Αυτό τον φεγγίτη στον νυχτερινό ουρανό γι’ αυτούς που είχαν πάρα πολλά στο μυαλό τους ή πάρα πολύ λίγα στη ζωή τους για να κοιμηθούν ανενόχλητοι.
    Κόντευε δέκα. Καλύτερα να έφευγε σιγά σιγά. Ήθελε κανένα μισάωρο μέχρι να φτάσει στον σταθμό, ήθελε και λίγο να εγκλιματιστεί στον χώρο. Να πάρει δυο ανάσες, να βάλει τα τραγούδια σε σειρά, να μάθει απέξω το τηλέφωνο και να σκεφτεί τι θα έλεγε στους ακροατές του σταθμού για την ανώνυμη εκπομπή του. «Λοιπόν λεφτά, κλειδιά, δίπλωμα και φύγαμε» μονολόγησε ξεφυσώντας. «Έλα μωρέ, όλα καλά θα πάνε» ξανάπε στον εαυτό του. «Δηλαδή τι, το όνομα κάνει τη διαφορά;» Έκλεισε την πόρτα πίσω του , κλείδωσε και κατέβηκε γρήγορα από τις σκάλες. Σιγά μην έπαιρνε το ασανσέρ. Κι αν έμενε μέσα, άντε να τους εξηγεί, πρώτη εκπομπή και καθυστερημένος.
    Μπήκε στ’ αμάξι, έβαλε μπροστά και ξεκίνησε. Δεν είχε διανύσει ούτε τριακόσια μέτρα όταν ένα κορίτσι μ' ένα μηχανάκι έπεσε μπροστά στο αμάξι του. Σταμάτησε τρομαγμένος και πετάχτηκε έξω. Ευτυχώς που δεν έτρεχε. Βρήκε την κοπέλα πεσμένη στο έδαφος να κλαίει με αναφιλητά. 
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε. Αυτή να κλαίει με λυγμούς. Απάντηση όμως δεν έδινε. 
«Χτύπησες;» την ξαναρώτησε. 
«Θες να καλέσω ασθενοφόρο;» 
«Είμαι καλά» του απάντησε εκείνη με κλαμένη φωνή. 
«Ε, τότε γιατί κλαις;» τη ρώτησε. «Για το μηχανάκι; Τίποτα δεν έπαθε. Έλα να στο σηκώσω και να πας στη δουλειά σου.» Τι ήταν να το πει αυτό ξανάρχισε η μικρή να κλαίει απαρηγόρητη. «Άλλο και τούτο πάλι» είπε ο Τάσος. «Γιατί κλαις παιδί μου; Τι συμβαίνει;» 
«Πού να σου εξηγώ τώρα;» απάντησε η κοπέλα. «Καταστράφηκε όλη μου η ζωή. Δεν έχω λόγο να ζω πια» 
«Μα τι λες τώρα;» τη μάλωσε γλυκά. «Είναι λόγια αυτά για ένα κορίτσι της ηλικίας σου;» «Ξέρεις πόσοι άνθρωποι έχουν ανάγκη από μια μέρα ακόμα στη ζωή τους και δεν έχουν ούτε αυτή; Τι συνέβη δηλαδή και όλα τέλειωσαν για σένα;» 
«Ο Στηβ» είπε εκείνη. 
«Ο Στηβ;» ρώτησε ο Τάσος μη βγάζοντας νόημα. 
«Ο Στηβ το αγόρι μου.» είπε εκείνη. «Ζούμε δυο χρόνια μαζί και σήμερα είχαμε έναν άσχημο καβγά ούτε θυμάμαι για ποιον λόγο και έφυγε από το σπίτι και μετά βρήκα μέσα στο κομοδίνο του ένα εισιτήριο για Λονδίνο με μεθαυριανή ημερομηνία. Φεύγει, γυρίζει στην πατρίδα του και εγώ δεν ξέρω τίποτα» μίλαγε κι έκλαιγε. 
«Κάτσε βρε παιδί μου» της είπε ο Τάσος «Τι σου είπε όταν τον ρώτησες;» 
«Σιγά μην τον ρωτήσω. Χρειάζεται ανάλυση; Φεύγει και με αφήνει πάνω που λέγαμε να επισημοποιήσουμε τη σχέση μας, να πάμε ένα βήμα παρακάτω. Και τώρα θα μείνω εδώ μόνη μου να γελάνε μαζί μου, που μου έλεγαν να μην μπλέξω μαζί του κι εγώ δεν άκουσα κανένα» μιλούσε και μιλούσε ασταμάτητα… και η ώρα περνούσε.
Ο Τάσος κοίταξε το ρολόι του. Έντεκα και δέκα και ήταν ακόμη κάτω από το σπίτι του. «Μωρέ τι φιάσκο κι αυτό το σημερινό. Πώς πάει έτσι;» σκέφτηκε. «Αποκλείεται να προλάβω, αλλά και πού να την αφήσω στην κατάσταση που είναι; Θα πάει να πέσει πουθενά αλλού και θα σκοτωθεί ή θα σκοτώσει κανέναν» Αυτά σκεφτόταν και την εκπομπή που όσο περνούσε η ώρα εξανεμιζόταν σαν εικόνα από το παρόν και το μέλλον του. 
«Έλα μαζί μου» της είπε και αφού έβαλε το μηχανάκι στην άκρη του δρόμου έκανε το αμάξι δεξιά και τότε αντιλήφθηκε ότι είχαν σταματήσει ένα σωρό αυτοκίνητα πίσω τους και τους κοιτούσαν. Η κοπέλα μπήκε στο αμάξι χωρίς αντίρρηση. «Δώσε μου το τηλέφωνό του» της είπε τόσο επιτακτικά που ούτε εκείνος αναγνώρισε τη φωνή του. Η κοπέλα του έδωσε τα νούμερα κι εκείνος πηγαίνοντας στον τηλεφωνικό θάλαμο που ήταν στο πεζοδρόμιο σχημάτισε το νούμερο. Μετά από δυο χτυπήματα μια φωνή απάντησε στην άλλη άκρη της γραμμής. 
«Αλό;» είπε η φωνή. \
«Ο Στηβ;» ρώτησε ο Τάσος. 
«Ναι, εγώ είμαι» απάντησε η φωνή με σπαστά ελληνικά. «Who is this?» 
«Με λένε Τάσο Μπούρχα. Η κοπέλα σου έπεσε με το μηχανάκι της πάνω στο αμάξι μου. Μου είπε ότι τσακωθήκατε και ότι φεύγεις και είναι σε άσχημη κατάσταση κι εγώ σε μισή ώρα δουλεύω. Δεν μπορώ όμως να την αφήσω στην κατάσταση που είναι. Θα την πάρω μαζί μου κι έλα να την πάρεις από τη διεύθυνση που θα σου πω. Είναι ραδιοφωνικός σταθμός.» Του έδωσε τη διεύθυνση και χωρίς άλλη κουβέντα έκλεισε το τηλέφωνο και κατευθύνθηκε προς το αμάξι. Η μικρή μέσα να κλαίει απαρηγόρητη. Έβαλε μπροστά και ξεκίνησε.
Όση ώρα οδηγούσε δεν τόλμησε να κοιτάξει το κοντέρ του αυτοκινήτου και έκανε πως δεν άκουσε ούτε ένα κορνάρισμα. Έπρεπε να φτάσει στον σταθμό πριν να είναι αργά. «Μα όλα σε μένα;» αναρωτήθηκε. «Είναι δυνατόν; ‘Ηταν ανάγκη σήμερα;» Βλέποντας την πόρτα του σταθμού πάρκαρε όπως όπως και πήγε από την άλλη να βγάλει την κοπέλα. Την ώρα που κατευθύνονταν προς την πόρτα μια φωνή… 
«Άνναααα! ‘Αννα μου» είδε έναν ξανθό νεαρό να τρέχει προς το μέρος τους. 
«Στηβ;» είπε η μικρή. 
«Μπα, Άννα την λένε. Μέχρι κι αυτό ξέχασα να ρωτήσω. Κι αυτός είναι ο Στηβ. Κοίτα πώς τρέχει μες στην αγωνία» σκεφτόταν ο Τάσος. Τον είδε να την αγκαλιάζει και να λέει πόσο ανησύχησε. Κι αυτή η μικρή κι ανόητη πώς τα είχε παρεξηγήσει όλα; 
«Darling, το εισιτήριο ήταν έκπληξη για την επέτειό μας. Θα σε έπαιρνα να πάμε στους δικούς μου. Τα είχα κανονίσει και με τη δουλειά σου. Ο καβγάς ήταν fake darling» Τους κοιτούσε και χαμογελούσε. Τι όμορφα είχε λυθεί όλο αυτό. Κι αυτή η χαζούλα για το τίποτα θα σκοτωνόταν.
    Δώδεκα παρά πέντε. Ανοίγει η εξώπορτα του σταθμού και βγαίνει έξω ο Δημήτρης. 
«Ρε μεγάλε σε πέντε βγαίνεις στον αέρα. Θα μας κάνεις την τιμή;» 
«Σε πέντε; Πλάκα κάνεις… και τώρα;» σκέφτηκε ο Τάσος. Γύρισε προς το ζευγάρι και φώναξε, «Να είστε καλά παιδιά. Εγώ φεύγω, έχω εκπομπή. Άργησα» 
«Εκπομπή;» φώναξε ο Στηβ. «Νow? Into the night?» 
«Ναι, τώρα» του είπε ο Τάσος. «Ιnto the night! Να προσέχετε ο ένας τον άλλον.» Άνοιξε την πόρτα και προχώρησε στο στούντιο τρέχοντας.
    Η μουσική έναρξης είχε ήδη ξεκινήσει. Ήταν η σειρά του, ήταν η στιγμή του. Ανέβασε τον ήχο σιγά σιγά και είπε «Καλή σας ημέρα κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι ένα λεπτό μετά τα μεσάνυχτα είμαι ο Τάσος Μπούρχας στην πρώτη εκπομπή του Into the night και θα σας κρατήσω συντροφιά μέχρι το πρωί. Καλή σας ακρόαση!»

Για τον Τάσος Μπούρχας και το Into the night,
Δεκούλου Σταυρούλα 02/02/20

 Όσοι θέλετε μια κουταλιά ακόμα από το γλυκό με το βάζο που απέξω γράφει Into the night, 
ακολουθήστε τον Τάσο Μπούρχα στο κανάλι του στο Youtube!

4 σχόλια:

  1. Σταυρούλα σε ευχαριστώ πολύ για αυτό το υπέροχο ταξίδι πίσω στον χρόνο……ξύπνησες πολύ όμορφες αναμνήσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ για την παρέα σου, ενώ μεγάλωνα.
      Σε ευχαριστώ που τώρα που μεγάλωσα μου θύμησες πώς ήταν όταν ήμουν μικρή.
      Την αγάπη μου !

      Διαγραφή
  2. Λοιπόν μου άρεσε πολύ!.
    Είναι ένα διήγημα καθημερινότητας, από αυτά που ονομάζουμε "του δρόμου".
    Απλές όμορφες στιγμές μα συνάμα και τέτοιες που μπορεί να προκαλέσουν και καταστροφή. Αν δεν είχε προλάβει ο Τάσος; Τι θα μπορούσε να γίνει;

    Ευχαριστούμε Σταυρούλα για το ανέβασμα.
    Καλή συνέχεια να έχουμε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γιάννη μου, ο Τάσος και η εκπομπή του, όπως και ένας ακόμα πολύ ξεχωριστός άνθρωπος με την εκπομπή του, μου έκαναν παρέα τα βράδια της νιότης μου. Γυμνάσιο, λύκειο, πανελλαδικές, στραβοπατήματα ... όλα τα έζησα με τη μουσική και την παρέα τους και τώρα τους ξαναβρήκα...
      Τα λόγια βγαίνουν μόνα τους, ασυγκράτητα, χαρούμενα ...
      (είμαι πάλι 15 χρονών και μεγαλώνω από την αρχή...)
      Σε φιλώ και σε ευχαριστώ πολύ

      Διαγραφή